Η απόφαση του Συνεδρίου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Βαλκανικής Νεολαίας των χωρών την Κομινφόρμ το 1948 να φιλοξενηθούν στις όμορες Λαϊκές Δημοκρατίες 12.000 παιδιά από την Ελλάδα, έθεσε σε λειτουργία το πρόγραμμα εκκένωσης της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» και ενεργοποίησε τον μηχανισμό του ΚΚΕ για τον συντονισμό της μετακίνησης ανηλίκων έως 14 ετών από τις περιοχές ελέγχου του ΔΣΕ. Η ένταση του πολέμου καθόριζε τη συχνότητα και τις συνθήκες των αποστολών.Οι διαδρομές που ακολουθούσαν οι αποστολές είχαν ως τελικό προορισμό τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία λόγω της εγγύτητας τους με τα ελληνικά σύνορα. Για διάφορους λόγους, οικονομικούς και πολιτικούς αλλά και εξαιτίας του αυξημένου όγκου εισροών δρομολογήθηκε η μετακίνηση ορισμένων παιδιών σε πιο μακρινούς προορισμούς, όπως η Ρουμανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η ΕΣΣΔ και η Ανατολική Γερμανία. Υπεύθυνη για την οργάνωση των αποστολών και την εγκατάσταση των παιδιών στις χώρες υποδοχής ήταν από τον Μάιο του 1948 η «Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ)», υπό την προεδρία του διωκόμενου ακαδημαϊκού, πρώην Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιατρού Πέτρου Κόκκαλη.
«Ήταν μια φυγή πάνω από λόφους και κοιλάδες»
Ευφροσύνη Χατζή
“Έφυγα από το χωριό μου σε ηλικία 13 ετών από το Θρυλόριο κοντά στην Κομοτηνή. Δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία μέρα στην Ελλάδα. (...) Πρέπει όμως να ήταν μια μέρα του Μαρτίου. Θυμάμαι, ότι είχα ξεκινήσει μόνος μου. Ο πατέρας μου πολεμούσε με τους αντάρτες και είχε συλληφθεί. Ένα βράδυ ήρθαν ήρθαν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού και ρώτησαν, ποιες οικογένειες θα ήθελαν να στείλουν τα παιδιά τους στην εξορία.Το χωριό μου, Θρυλόριο, ήταν εκτεθειμένο σε συνεχείς επιθέσεις από τους βασιλόφρονες και ήταν δύσκολο να υπερασπιστεί λόγω της γεωγραφικής του θέσης σε μια πεδιάδα. Αυτή η περίσταση ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους όλοι από το χωριό μας έφυγαν εθελοντικά. Είναι όμως αλήθεια, ότι κάποια τα παιδιά στάλθηκαν στο εξωτερικό παρά τη θέληση των γονέων τους. Αλλά τουλάχιστον από ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, επρόκειτο για εξαιρέσεις.”
Παναγιώτης - Τάκος Αφεντουλίδης, Θρυλόριο Κομοτηνής, Ροδόπη
“Το Μάιο του 1948, οι μάχες στην περιοχή μας ήταν τόσο σφοδρές που πολλοί κάτοικοι των γειτονικών χωριών κατέφυγαν στην κοντινή αλβανική πλευρά. Ήμουν εκεί μαζί με πολλά άλλα παιδιά. Ήταν στα τέλη Ιουλίου, όταν ένας αντάρτης, ο οποίος στο παρελθόν είχε εργαστεί ως δάσκαλος, ρώτησε τους γονείς μου, αν ήθελαν να με στείλουν σε ένα σχολείο στην Αλβανία (...) Αργότερα έμαθα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Γιάννης Κολιούσης από το χωριό Παραμυθιά και κατείχε ηγετική θέση μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών στη ΛΔΓ. Όταν ο πατέρας μου με ρώτησε, αν ήθελα να πάω στο εξωτερικό, είπα αμέσως ναι, καθώς είχα ήδη μεγάλη δίψα για γνώση και ονειρευόμουν μια καλή μόρφωση.”
Γιώργος Πέσχος, Τσαμαντάς Θεσπρωτίας
Η ανάγκη προστασίας και εξασφάλισης των παιδιών οδηγούσε ορισμένους κατοίκους των εμπόλεμων περιοχών στην εθελοντική ένταξη των παιδιών τους στις αποστολές του ΔΣΕ, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ασκήθηκε ψυχολογική βία στους γονείς για να παραδώσουν τα παιδιά τους. Η εγκατάλειψη των οικογενειακών εστιών ισοδυναμούσε με επιβίωση και με μια ευκαιρία για αξιοπρεπή διαβίωση. Τα πεζοπόρα τμήματα ακολουθούσαν ενίοτε νεαρά άτομα ή ασυνόδευτα παιδιά που αναζητούσαν καταφύγιο στις γείτονες χώρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ανήλικοι συμμετείχαν στις μετακινήσεις με δική τους πρωτοβουλία, αψηφώντας τον κίνδυνο και τον πόνο του αποχωρισμού από την οικογένεια και τους οικείους τους.
Στο χωριό είχαμε γιορτάσει τα Χριστούγεννα και περιμέναμε το νέο έτος. Εμείς τα παιδιά κοιμηθήκαμε στο δωμάτιο των παππούδων μας νωρίς εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1948, λίγο μετά το σκοτάδι. Πρέπει να ήταν πριν τα μεσάνυχτα, όταν οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό αθόρυβα και χωρίς μάχη. Σκοπός τους ήταν να πάρουν τρόφιμα και να στρατολογήσουν νέους μαχητές για το Λαϊκό Στρατό. Κάποιος χτύπησε αθόρυβα το παράθυρο στην πλευρά της αυλής του σπιτιού μας. Ήταν ο θείος Λάκης και ένας άλλος μαχητής που ήθελαν να μας πάρουν μαζί τους. Ο μικρός μου αδελφός και εγώ ξυπνήσαμε από τη μητέρα μας. Μας είπε να ντυθούμε γρήγορα, γιατί θα πηγαίναμε στο σπίτι του πατέρα. Η γιαγιά ετοίμασε ψωμί και μερικά ακόμα τρόφιμα για το δρόμο και μας ευχήθηκε καλό ταξίδι. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τη γιαγιά και το σπίτι μας. (...) Φύγαμε εκείνη την αξέχαστη παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1948: Η μητέρα, η θεία μου Τασούλα, ο αδελφός μου Τόλης, που ήταν μόλις πέντε ετών, και εγώ. Μαζί μας ήρθε και μια νεαρή κοπέλα 15 ή 16 ετών που είχε στρατολογηθεί ως μαχήτρια στο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Οι γονείς της πολεμούσαν επίσης με τους αντάρτες. Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ. Το ρέμα δίπλα στο σπίτι είχε παγώσει. Ο θείος Λάκης πήρε τον Τόλη στην αγκαλιά του και περάσαμε τη μικρή γέφυρα μπροστά από το σπίτι, στρίψαμε αμέσως αριστερά από το δρόμο και περπατήσαμε κατά μήκος του ρέματος. Προστατευμένη από το σκοτάδι, η μικρή μας παρέα έφτασε χωρίς προβλήματα στο σημείο όπου το ρέμα εκβάλλει στον ποταμό του χωριού Καμηλοπόταμο. Εκεί μας περίμεναν κάποιοι άνδρες με ζώα. Περπατήσαμε τώρα λίγο πιο κάτω στην παγωμένη κοίτη του ποταμού. Προφανώς η παρουσία των ανταρτών στο χωριό είχε γίνει αντιληπτή, γιατί άρχισαν πυροβολισμοί. Οι αντάρτες που μας συνόδευαν όμως δεν ανταπέδωσαν τα πυρά, αλλά απομακρύνθηκαν από το χωριό με γρήγορο ρυθμό. Μια οβίδα που εκτοξεύθηκε από τα κυβερνητικά στρατεύματα έφτασε στην πορεία του ποταμού, αλλά ευτυχώς εξερράγη μακριά από εμάς, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές ζημιές. Ο λεπτός πάγος έσπασε και το νερό εκτοξεύτηκε. Στη συνέχεια αφήσαμε τον ρου του ποταμού και βαδίσαμε πίσω από το λόφο που κατείχαν τα κυβερνητικά στρατεύματα, ο οποίος υψώνεται στα νότια του χωριού, προς τα βουνά. Εγώ καθόμουν πάνω σε ένα μουλάρι τον περισσότερο χρόνο. Ολοι οι ενήλικες περπατούσαν. Τον αδελφό μου Τόλη τον κουβαλούσε ο θείος μου Λάκης. Μετά από λίγο, χωρίς άλλα επεισόδια, φτάσαμε σε μια περιοχή που ελεγχόταν από αντάρτες. Εδώ είδα ξανά και τον πατέρα μου, ο οποίος είχε υπηρεσία ως κομισάριος σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο.”
Δημήτριος Χριστακούδης, Κορνοφωλιά Έβρου
Κατά την απομάκρυνση από το ελληνικό έδαφος, οι αποστολές συνοδεύονταν από ένοπλα μέλη του ΔΣΕ, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι γονείς μπορούσαν να διανύσουν μαζί τους μια απόσταση και να αποχαιρετήσουν τα παιδιά τους κοντά στα σύνορα. Τη φροντίδα των παιδιών αναλάμβανε μια νέα κοπέλα, η «μάνα», η οποία έχαιρε της εκτίμησης του συμβουλίου του χωριού απ’όπου προέρχονταν τα παιδιά ή ήταν επιλογή του ΔΣΕ λόγω της πολιτικής της αξιοπιστίας. Οι περισσότερες αποστολές λάμβαναν χώρα τις νυχτερινές ώρες για να μπορούν να προστατεύονται οι άμαχοι από τους συχνούς και άκριτους βομβαρδισμούς της Κυβέρνησης.
“(...)όλα τα παιδιά που επρόκειτο να φύγουν στο εξωτερικό, ήταν συγκεντρωμένα στην Πλατεία, του χωριού. Από εκεί ξεκινήσαμε με τα πόδια. Θυμάμαι, ότι εκείνη τη στιγμή είχα ένα αίσθημα απελευθέρωσης, γιατί ο χρόνος που προηγήθηκε ήταν, λόγω της αναταραχής του πολέμου, πολύ δύσκολος. Υποφέραμε από την πείνα και παρόλο που είχαμε σιτηρά, μας απαγόρευσαν οι κρατικές αρχές να πάμε στους μύλους της πόλης. Φοβόμασταν μήπως μας συλλάβουν. Παρόλο που δεν ξέραμε, πού θα καταλήγαμε, η ελπίδα ότι σύντομα θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια ζωή με ασφάλεια υπερίσχυε του φόβου. Η προοπτική, ότι δεν θα έπρεπε πλέον να πεινάσουμε, έκανε τον επικείμενο αποχωρισμό από την οικογένειά μου πιο εύκολο. Στο χωριό είχε ήδη γίνει συζήτηση για την αποστολή στο εξωτερικό. Ο πατέρας μου πολεμούσε εκείνη την εποχή στο Δημοκρατικό Στρατό, οπότε δεν βρισκόταν στο σπίτι. Είχε όμως ενημερώσει τη μητέρα μου, ότι ήταν σύμφωνος, να πάμε στο εξωτερικό. Φυσικά, η μητέρα μας προετοίμασε για την αναχώρησή μας (...) Ωστόσο, εκτός από ζεστά ρούχα δεν μπορούσε να μας δώσει πολλά πράγματα. Άλλωστε ήμασταν πεζή. Μας συνόδευαν δύο γυναίκες, η μία εκ των οποίων ήταν ευτυχώς η θεία μου, οπότε δεν φοβήθηκα. Είχα ακόμα μαζί μου δύο από τα μικρότερα αδέλφια μου, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός μου πολεμούσε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού.”
Θεοδώρα Αφεντουλίδου, Λευκίμμη Έβρου
“Μια μέρα ένας αντάρτης ήρθε στο χωριό και συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία. Εκεί εκφώνησε μια σύντομη ομιλία, στην οποία εξήγησε ότι δεν υπήρχε καμία προοπτική για τα παιδιά μας να πάνε σχολείο και να μάθουν αργότερα ένα επάγγελμα. Ωστόσο, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας μπορούσε να προσφέρει ένα ασφαλές και καλό μέλλον για τα παιδιά στο εξωτερικό. Όσοι από τους γονείς ήθελαν να δώσουν τους γιους και τις κόρες τους μπορούσαν να το κάνουν τώρα. Καθώς ήμασταν ουσιαστικά άστεγοι, η μητέρα μου αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα μαζί με τις δύο αδελφές μου και εμένα. Πορευόμασταν πάντα τη νύχτα, καθώς τα αεροπλάνα του κυβερνητικού στρατού μας κυνηγούσαν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τις περισσότερες φορές κρυβόμασταν στα δάση, αλλά μια φορά είδα μια γυναίκα να χτυπιέται από σφαίρα ενός αεροπλάνου και να πεθαίνει.”
Κώστας Παρουσούδης, Ασβεστάδες Έβρου
Ήμουν 13 ετών, όταν έφυγα από την Ελλάδα. Θυμάμαι ακόμα τη νύχτα πριν φύγουμε. Η μητέρα μου μας είπε (...) να μην πούμε σε κανέναν για το σχέδιό μας. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε σχεδόν τίποτα μαζί μας (...) φτάσαμε στο κεντρικό σημείο συγκέντρωσης. Εν τω μεταξύ, 50 έως 60 παιδιά από το χωριό είχαν φτάσει εκεί. Έπρεπε το ίδιο βράδυ να αποχαιρετήσουν τους γονείς τους. Τότε ξεκίνησα μαζί με τα μικρότερα αδέρφια μου σε ένα μικρό οδοιπορικό χωρίς προμήθειες και εφεδρικά ρούχα. Η θεία μου είχε πάρει τουλάχιστον μια μικρή κουβέρτα μαζί της. Αφού περάσαμε τον Ερυθροπόταμο, συνεχίσαμε με κάρα. Έκανε τσουχτερό κρύο και έβρεχε. Λόγω της βιασύνης της διαφυγής, κάποιοι από εμάς έχασαν τα υποδήματά τους και αναγκαστήκαμε να πορευτούμε ξυπόλυτοι. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα μικρό χωριό όπου μπορούσαμε τουλάχιστον να διανυκτερεύσουμε σε καλύβες, να στεγνώσουμε τα μουσκεμένα ρούχα μας και να ζεσταθούμε στις φωτιές. Οι αντάρτες που είχαν οργανώσει τον καταυλισμό μάς παρείχαν επίσης φαγητό. Υπήρχε ακόμη και λίγο κρέας χωρίς καρύκευμα, το οποίο ωστόσο βρήκαμε νόστιμο. Μείναμε στον καταυλισμό μόνο για μια νύχτα, το επόμενο βράδυ συνεχίσαμε προς τα σύνορα.”
Σταματία Καραγιάννη, Διδυμότειχο Έβρου
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι χώρες αυτές ήταν ένας πρώτος σταθμός στην πορεία των προσφυγόπουλων.
“Μια νύχτα μας πήραν οι αντάρτες και μας πήγαν στα βουνά. Από εκεί πήγαμε στη Βουλγαρία. Ήμουν μόλις έντεκα ετών τότε. Οι γονείς μου ήρθαν αργότερα, αλλά έμειναν εκεί, ενώ εγώ ήρθα στη Γερμανία με τον δίδυμο αδελφό μου. (...) Φυσικά μου έλειπαν οι γονείς μου. Αλλά ήμουν καλά φιλοξενούμενη και μοιράστηκα τη μοίρα μου με πολλά άλλα παιδιά. Αυτό με διευκόλυνε. Άλλωστε, το αίσθημα ότι ζούσα σε ασφάλεια και η προοπτική μιας καλής σχολικής εκπαίδευσης μετρίαζαν τη θλίψη που προκαλούσε η απομάκρυνση από τους γονείς μου. Κατάλαβα ότι αποφάσισαν να μας στείλουν επειδή ήθελαν μια καλή εκπαίδευση και ένα ασφαλές επαγγελματικό μέλλον για εμάς. Άλλωστε, με είχαν ρωτήσει στο παρελθόν, αν ήθελα να πάω στο εξωτερικό. Το βήμα δεν ήταν τόσο δύσκολο για μένα, επειδή ο αδελφός μου και αρκετά ξαδέλφια μου ήρθαν επίσης στη Γερμανία. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τότε ότι η ΛΔΓ δεχόταν μόνο παιδιά και όχι ενήλικες. Και μέχρι σήμερα δεν ξέρω γιατί.”
Μαρίκα Στιλπνοπούλου - Τραουτφέττερ, Νέα Σάντα Κομοτηνής
“Εγώ δεν είχα κανένα μαζί μου, δεν είχα κανένα έγγραφο, κανένα αρχείο, ούτε καν απόδειξη του ονόματός μου. (...) Αρχικά διέφυγα με τον πατέρα μου στο γειτονικό χωριό Prisójeni, όπου αυτός σκοτώθηκε σε μια βασιλική αεροπορική επιδρομή, οπότε βάδισα μόνη μου, χωρίς να ξέρω πού να πάω, γιατί ο πατέρας μου δεν μου είχε γνωστοποιήσει ούτε τον ακριβή λόγο ούτε τον προορισμό της διαφυγής μας. Η μητέρα μου είχε μείνει στο χωριό. Δεν μπορώ να θυμηθώ την ακριβή ημέρα της απόδρασης μας, άλλωστε ήμουν μόλις οκτώ ετών. Στο δρόμο με πήραν αντάρτες και με συνόδευσαν στην Αλβανία. Εκεί συνάντησα πολλά ελληνόπουλα. Από εκεί πήγα στην Ουγγαρία. Οι φροντιστές με ρώτησαν, αν είχα εκεί μέλη της οικογένειάς μου. Αλλά ήμουν ολομόναχη, οπότε ήρθα στη Γερμανία, πιο συγκεκριμένα στο Großenhain κοντά στη Δρέσδη. Βασικά, δεν ήξερα τι μου συνέβη, θυμάμαι μόνο τη θλίψη που με κυρίευσε. Ο επόμενος σταθμός που θυμάμαι ήταν το Radebeul, όπου έφτασα το 1949 μαζί με άλλα παιδιά.”
Ζαχαρούλα - Σάσα Μπλιθικιώτη, Λαγκάδα Ιωαννίνων
Κατά την άφιξη τους στα κέντρα υποδοχής των σοσιαλιστικών κρατών, μετά το πέρας της υποχρεωτικής περιόδου καραντίνας, παρεχόταν ιατρική φροντίδα καθώς τα περισσότερα παιδιά υπέφεραν από λοιμώδεις ασθένειες, δερματολογικές παθήσεις και είχαν εύθραυστη ψυχολογία. Μεγάλη προσοχή δινόταν στις συνθήκες υγιεινής, στην επαρκή ένδυση και υπόδηση των παιδιών και την ισορροπημένη διατροφή τους.
“Ήμουν πέντε ετών όταν έφυγα από την Ελλάδα. Ο δρόμος διαφυγής οδήγησε αρχικά κατευθείαν στην Αλβανία. Καθώς ήμουν η μικρότερη της αμαξοστοιχίας, μου επέτρεπαν πάντα να κάθομαι στο άλογο. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι από τις τελευταίες μου μέρες στην Ελλάδα. Ποιος πήρε την απόφαση να φύγω, δεν ξέρω. Στην Αλβανία, βρήκαμε πρώτα κατάλυμα σε ένα σχολείο, όπου κοιμόμασταν σε αχυρένιους σάκους. Μόνο εδώ έμαθα ότι εκεί βρίσκονταν και δύο από τα αδέλφια μου. Η κατάσταση των προσφύγων ήταν άσχημη, δεν είχαμε σχεδόν καθόλου φαγητό, υπήρχε έλλειψη ρουχισμού, κάποιοι από εμάς έπασχαν από ανεμοβλογιά και τους έκαναν πρόχειρη θεραπεία στο καταφύγιο. Η μητέρα μου είχε ζητήσει από μια γνωστή μου, την Ευφροσύνη, να με προσέχει. Μείναμε στην Αλβανία για περίπου ένα ή δύο μήνες, μετά μας πήγαν στην Ουγγαρία και τελικά φτάσαμε στη Γερμανία.”
Βασιλική Χανους, Ράικο Ιωαννίνων
“Σε αυτή την πρώτη στάση ανάπαυσης σε βουλγαρικό έδαφος μας φρόντισε ο Ερυθρός Σταυρός, μας έδωσαν ζεστό τσάι, ψωμί, το βουλγαρικό σκληρό τυρί Kashkaval και μαρμελάδα για να φάμε. Η μαρμελάδα ροδάκινο, η οποία ήταν πολύ σφιχτή και κομμένη σε φέτες, ήταν κάτι που θα μπορέσουμε να φάμε με το παραπάνω αργότερα στα παιδικά σπίτια. Μετά από μία ή δύο ημέρες, συνεχίσαμε το ταξίδι. Ήταν χειμώνας και η ατμομηχανή σφύριζε καθώς φτάναμε με το τρένο στο Κάρλοβο. Εδώ, στις βορειοδυτικές παρυφές της πόλης, είχε δημιουργηθεί σε έναν πρώην στρατώνα του βουλγαρικού στρατού ένα παιδικό σπίτι για τα παιδιά των Ελλήνων ανταρτών, όπου ήρθαμε τώρα και όπου έμεινα μέχρι τον Ιούνιο του 1950 και πήγα σχολείο μαζί με τα άλλα 600 παιδιά και νέους.”
Δημήτριος Χριστακούδης, Κορνοφωλιά Έβρου
“Σε ένα από τα στρατόπεδα προσφύγων στην Αλβανία, αρρώστησα για πάνω από ένα μήνα. Δεν είναι περίεργο, άλλωστε ήμασταν υποσιτιζόμενοι, γεμάτοι ψείρες και είχαμε μόνο τα ρούχα που φορούσαμε. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μου δώσει τίποτα άλλο παρά μόνο μια κουβέρτα. (...) Τουλάχιστον παίρναμε ένα φλιτζάνι γάλα την ημέρα.”
Ευφροσύνη Χατζή
Εκεί τα παιδιά στεγάστηκαν προσωρινά σε πρόχειρα οικοτροφεία που λειτούργησαν σε επιταγμένα νοσοκομεία και στρατώνες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στους τελικούς προορισμούς εγκατάστασης, όπου προοδευτικά δημιουργήθηκαν οργανωμένες παιδικές εστίες και ενίοτε ολόκληρα συγκροτήματα φιλοξενίας αποκλειστικά για τα προσφυγόπουλα. Υπεύθυνοι για την περίθαλψη, την ομαλή ένταξη και την εκπαίδευση των παιδιών αυτών ήταν η ΕΒΟΠ, τα τοπικά παραρτήματα του Ερυθρού Σταυρού και το Υπουργείο Παιδείας της χώρας που τα φιλοξενούσε, σε συνεργασία με μικρότερες τοπικές οργανώσεις.
“Η οδύσσεια δεν είχε για μένα ακόμη τελειώσει, γιατί συνεχίσαμε με το τρένο το ταξίδι για τη Γερμανία.”
Κώστας Αλεξίου