Η άφιξη και διαβίωση στη ΛΔΓ

Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των χωρών υποδοχής πολιτικών προσφύγων κατέχει η Ανατολική Γερμανία, εξαιτίας της απόφασης της να φιλοξενήσει έναν περιορισμένο αριθμό, αποκλειστικά, παιδιών και ένεκα της ιδιότυπης πολιτικής και κρατικής δομής της.

Η απόφαση της «Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας - Deutsche Demokratische Republik (DDR)» και συγκεκριμένα του Σοσιαλιστικού Ενωτικού Κόμματος (SED) εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής και διπλωματικής προπαγάνδας και ταυτόχρονα ήταν μια πράξη διακριτού συμβολισμού, αποδέσμευσης από το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν και αποκατάστασης (Wiedergutmachung) για τα δεινά που είχαν υποφέρει οι Έλληνες κάτω από τον ναζιστικό ζυγό.

“Μετά από δύο χρόνια παραμονής στη Βουλγαρία, κατά τη διάρκεια των οποίων ζήσαμε πολλές ευτυχισμένες στιγμές, αλλά ταυτόχρονα σκεφτόμασταν συχνά την οικογένειά μας, έμαθα ότι θα ερχόμουν στη Γερμανία. Τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Φυσικά, ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα υπήρχε πλέον μια Γερμανία που θα μας δεχόταν και θα μας φρόντιζε. Τελικά όμως, πίστεψα τις διαβεβαιώσεις των φροντιστών μας, ότι θα είχαμε στη νέα μας πατρίδα ένα καλό και ασφαλές μέλλον.”
Θεοδώρα Αφεντουλίδου, Λευκίμμη Έβρου

Δύο αποστολές πραγματοποιήθηκαν από βαλκανικές σοσιαλιστικές χώρες προς την Ανατολική Γερμανία, στο πλαίσιο της αποσυμφόρησης και της ανακατανομής των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού Εμφυλίου. Τα πρώτα προσφυγόπουλα έφθασαν στη Σαξωνία τον Αύγουστο του 1949. Πρόκειται για 342 παιδιά, 7-20 ετών, που διέμεναν προσωρινά στην Αλβανία και προωθήθηκαν στην Ανατολική Γερμανία μέσω Τσεχοσλοβακίας. Τα ανήλικα προσφυγόπουλα φιλοξενήθηκαν σε πέντε διαφορετικούς παιδικούς σταθμούς και για τα μεγαλύτερα υπήρξε μέριμνα για την ταχύτατη εκμάθηση της γλώσσας και την ένταξή τους σε κάποια επαγγελματική σχολή.

“Η υποδοχή στο Bad Schandau ήταν η πρώτη μου εντύπωση για τη Γερμανία και ήταν καλή, γιατί μας υποδέχτηκαν πολύ θερμά, μας έδωσαν κάτι να πιούμε, κάτι να φάμε και λουλούδια. Ο επόμενος σταθμός ήταν το Radebeul, όπως είναι για όλα τα ελληνόπουλα. Ζούσαμε σε μια όμορφη βίλα στο Körnerweg, όχι μακριά από το σχολείο μας. Αυτό που με ανησύχησε όμως, ήταν η απόφαση των υπευθύνων να μας βάλουν σε μικτές τάξεις. Εξάλλου, δεν ήξερα καθόλου γερμανικά και κατά συνέπεια δεν ήξερα,πώς να επικοινωνήσω με τους συμμαθητές μου. Όμως η απόφαση ελήφθη από τους επόπτες μας, τους κυρίους Πανουργιά και Ιπποκράτη, ένας Γερμανός μαθητής θα καθόταν δίπλα σε κάθε Έλληνα μαθητή. Στην πραγματικότητα, το σκεπτικό ήταν κατανοητό, καθώς έτσι αναγκαστήκαμε να μάθουμε γρήγορα γερμανικά(...)”
Σταματία Καραγιάννη, Διδυμότειχο Έβρου

Ακολούθησε τον Ιούλιο του 1950 μια μεγαλύτερη αποστολή 720 παιδιών, ηλικίας 8-17, και 40 συνοδών, από τη Βουλγαρία στη Δρέσδη και συγκεκριμένα στη πόλη Radebeul, η οποία υπήρξε το επίκεντρο της προσφυγικής δραστηριότητας. Η υποδοχή των προσφυγόπουλων ήταν θερμή, παρότι τα ίδια έτρεμαν στην ιδέα της μετάβασης σε μια χώρα που στο άκουσμα της ανασύρονταν οι τραυματικές μνήμες της Κατοχής.

“Το καλοκαίρι του 1950 έγινε μια συνάντηση στην οποία μας ενημέρωσαν ότι κάποιοι νέοι και παιδιά θα στέλνονταν στη Γερμανία. Σε αυτά τα παιδιά συμπεριλαμβανόμουν και  εγώ, η θεία μου Ιερακίνα, η εξαδέρφη μου Σταματία και τα αδέλφια της  Κώστας και Θανάσης. Λίγους μήνες πριν φύγω για τη Γερμανία, η μητέρα μου  είπε, ότι θα πήγαινε στην Πολωνία με τις δύο αδελφές της και τις δύο μικρότερες αδελφές μου. Η απογοήτευσή μου για την απόφαση αυτή ήταν τεράστια (...) Εξάλλου, η μητέρα μου με έστελνε στη Γερμανία, ο στρατός της οποίας είχε καταλάβει την Ελλάδα και είχε προκαλέσει τόσο μεγάλο χάος στην Ευρώπη. Προς μεγάλη μου φρίκη, ένας από τους φίλους μου είπε, ότι όλοι στη Γερμανία ήταν φασίστες. Έγραψα ένα γράμμα στη μητέρα μου λέγοντας ότι δεν ήμουν πλέον κόρη της.”
Στάμω Τσιαπραζή, Χιονάδες Έβρου

“Φυσικά, ο προορισμός “Γερμανία” μου προκάλεσε αρχικά ανησυχίες, άλλωστε θυμόμουν ακόμα την κατοχή από τη Βέρμαχτ. Πίστεψα όμως τις ιστορίες των μεγαλυτέρων που μας καθησύχαζαν ότι ερχόμασταν σε μια διαφορετική, ελεύθερη και αντιφασιστική Γερμανία. Οι πρώτες μας εντυπώσεις από τη θερμή υποδοχή που δεχτήκαμε αμέσως μετά το πέρασμα των συνόρων από την Τσεχοσλοβακία ήταν συγκλονιστικές. Στο Bad Schandau μας υποδέχτηκαν, μεταξύ άλλων, μέλη της οργάνωσης Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ ένα από τα τραγούδια που τραγουδούσαν: "Χτίστε, χτίστε, χτίστε, χτίστε, Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία, χτίστε. Για ένα καλύτερο μέλλον θα χτίσουμε την πατρίδα!" Τότε δεν καταλάβαινα τα λόγια, αλλά επειδή άκουγα το τραγούδι συχνά, το περιεχόμενό του μου έγινε αργότερα κατανοητό.”
Θανάσης Καρατζάνης, Θούριο Ορεστιάδας Έβρου

Σταδιακά, οι καθημερινές συναναστροφές και η ουσιαστική επαφή με τους Γερμανούς φροντιστές, οι οποίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, λειτουργούσαν ως υποκατάστατο των οικογενειών τους, διευκόλυνε τη σύνδεση με τον γερμανικό λαό, επουλωνοντας παράλληλα τα νωπά τραύματα του πολέμου.

“Εξάλλου, όπως και τα άλλα παιδιά, είχα πλέον συνηθίσει να είμαι χωριστά από τους γονείς μου. Μου άρεσε η ζωή στο οικοτροφείο και μου άρεσαν τα μαθήματα στο σχολείο, παρόλο που η γερμανική γλώσσα ήταν ένα πραγματικό πρόβλημα στην αρχή. Αλλά ως παιδί μαθαίνεις γρήγορα, και είχαμε πολύ καλούς και προσεκτικούς δασκάλους. Η επαφή με τους Γερμανούς συμμαθητές μας με βοήθησε επίσης να μάθω γρήγορα γερμανικά και να ενσωματωθώ στη ζωή στο νέο περιβάλλον.”
Μαρίκα Στιλπνοπούλου - Τραουτφέττερ, Νέα Σάντα Κομοτηνής

“Ο καθηγητής μου στα γερμανικά, ο Melchior, ήταν ένας πρώην πιλότος της Βέρμαχτ που είχε καταρριφθεί στην Ολλανδία και ζούσε στο κατεχόμενο από τη Σοβιετική Ένωση τμήμα της Γερμανίας. Με περιποιήθηκε κατάλληλα, ώστε να μάθω τη γλώσσα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μια μέρα μου έδωσε και τα γυαλιά του αεροπόρου. Το παρελθόν του δεν αποτελούσε πρόβλημα για μένα, γιατί το είχε αποκηρύξει.”
Κώστας Στούπης, Βήσσανη Ιωαννίνων

“Ακόμα κι αν σήμερα μου φαίνεται παράξενο, τότε δεν ένιωσα τόσο οδυνηρά την απώλεια των γονιών μου. Ίσως ήμουν πολύ μικρή για να το συνειδητοποιήσω. Άλλωστε, ήμασταν λίγο-πολύ όλοι στην ίδια ηλικία, μοιραζόμασταν την ίδια μοίρα και ήμασταν μια ορκισμένη κοινότητα που έκανε τα πάντα μαζί. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η συνοχή αντικατέστησε την οικογένεια. Το κτίριο έγινε πολύ γρήγορα το σπίτι μας, παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε γονείς. Νιώθαμε ασφαλείς και καλοφροντισμένοι χάρη στην προσεκτική και στοργική φροντίδα των Γερμανών. Μετά από το σχολείο είχαμε σάντουιτς με μαρμελάδα, τα οποία μας άρεσαν πολύ και τα επιθυμούσαμε συνέχεια (...)  Από την πέμπτη δημοτικού και μετά, ήμασταν μικτά ελληνογερμανικά παιδιά στο σχολείο. Σε κάθε τάξη υπήρχαν τρία έως πέντε ελληνόπουλα. Στην ένατη τάξη έκανα τις πρώτες έντονες φιλίες μου. Τα κορίτσια λεγόταν Ίνγκριντ και Μόνικα. Περίπου εκείνη την εποχή, συνειδητοποίησα επίσης την ιστορία μου ως μέρος της ελληνικής μετανάστευσης.”
Βασιλική Χανους, Ράικο Ιωαννίνων

“Μου ήταν αδύνατο να αντιληφθώ το μέγεθος της φυγής και του ξεριζωμού μου εκείνη την εποχή. Όταν μου είπαν ότι θα με έστελναν σε μια από τις λαϊκές δημοκρατίες, δεν είχα ιδέα, τι θα σήμαινε αυτό για μένα. Δεν ήξερα καν τη λέξη "λαϊκή δημοκρατία", πόσο μάλλον τη σημασία της. Ως εκ τούτου, δεν είχα ιδέα, τί με περίμενε. (...) Στο σχολείο είχαμε και πάλι Έλληνες δασκάλους, οπότε γρήγορα "μπήκα στο κόλπο". Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από τους Γερμανούς δασκάλους, ήταν όλοι πολύ καλοί.”
Ζαχαρούλα - Σάσα Μπλιθικιώτη, Λαγκάδα Ιωαννίνων

Η μεγαλύτερη πρόκληση που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι φορείς παροχής φροντίδας των προσφυγόπουλων αφορούσε την εκπαίδευσή τους και τη μετέπειτα ένταξή τους στις επαγγελματικές σχολές των κρατών υποδοχής. Εξαιτίας της κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ¾ των παιδιών που συμμετείχαν στις αποστολές ήταν εντελώς αναλφάβητα, ενώ ορισμένα είχαν λάβει στοιχειώδη εκπαίδευση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί σε προτεραιότητα η διδασκαλία την ελληνικής – και κατά περίπτωση της μακεδονικής γλώσσας– και η συγγραφή και έκδοση σχολικών εγχειριδίων με ευθύνη της ΕΒΟΠ.

“Παρά την αυστηρά οργανωμένη καθημερινότητα- είχαμε εντατικά μαθήματα γερμανικών και αργότερα μαθηματικών και φυσική- είχαμε ακόμα αρκετό ελεύθερο χρόνο για ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα. (...) Όταν άκουσα για πρώτη φορά γερμανικά, ακουγόταν σχεδόν σαν μουσική στα αυτιά μου. Μου άρεσε πολύ αυτό. Μερικές φορές έβγαινα κρυφά από το δωμάτιο όπου κοιμόμασταν το μεσημέρι και έβγαινα στο δρόμο μόνο και μόνο για να ακούσω τον ήχο της γερμανικής γλώσσας.  Εκείνη την εποχή, δεν ξέραμε πόσο καιρό θα μέναμε στη Γερμανία. Οι φροντιστές μας μάς είπαν μόνο ότι δεν θα ήταν για πάντα. Η συνήθης εξήγηση ήταν: θα επιστρέψετε όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. (...) Σε σύγκριση με τη ζωή που είχα ζήσει στην Ελλάδα, ήμουν ανέμελος, ακόμη και ευτυχισμένος. Ωστόσο, εξακολουθούσα να λυπάμαι για την απόσταση από τους γονείς μου, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν μετακομίσει στην Πολωνία για να είναι κοντά μας. Εν τω μεταξύ, είχα αντιληφθεί, ότι μια γρήγορη επιστροφή στην Ελλάδα ήταν αδύνατη. (...) Αυτό που με προσέλκυσε περισσότερο στη ΛΔΓ ήταν η προοπτική μιας καλής εκπαίδευσης. Η διαφορά με την πατρίδα μου ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Η εκπαίδευση στη Λειψία, όπου ζούσα τώρα, ήταν συστηματική και μου επέτρεψε να μάθω πολύ γρήγορα και να περάσω στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αφού αποφοίτησα από το λύκειο, έκανα αίτηση στην Ακαδημία Κινηματογράφου του Babelsberg, αλλά δεν έγινα δεκτός. Στη συνέχεια αποφάσισα να δοκιμάσω στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο, αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, όπου έγινα δεκτός και αποφοίτησα.”
Δρ. Μωυσής Τριανταφυλίδης, Αετοφωλιά Σερρών

Τα προσφυγόπουλα διδάσκονταν τη μητρική τους γλώσσα και παρακολουθούσαν ειδικά μαθήματα ελληνόφωνης εκπαίδευσης, όπως λογοτεχνία, γεωγραφία και ιστορία. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας συνδεόταν άρρηκτα με την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης και τη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας των προσφυγόπουλων. Απώτερος στόχος όλων των εμπλεκομένων ήταν η επιστροφή των παιδιών στην Ελλάδα, η ενσωμάτωση και η αξιοποίηση της μόρφωσής τους για την σοσιαλιστική πρόοδο της πατρίδας. Τα πρώτα χρόνια, λόγω έλλειψης εκπαιδευτικού προσωπικού, την διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, σε επίπεδο γραφής και ανάγνωσης αναλάμβαναν οι «μάνες», που είχαν επιστρατευτεί κατά τις αποστολές, αντάρτες που λόγω τραυματισμού δεν ήταν σε θέση να εργαστούν στη βιομηχανία και μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά που είχαν παρακολουθήσει ανάλογα μαθήματα όσο ζούσαν στην Ελλάδα. Μέσω της ελληνικής διαπαιδαγώγησης, τα παιδιά μάθαιναν να αγαπούν την Ελλάδα, να την αναγνωρίζουν ως «πατρίδα» τους, πλάι στις ιδιαίτερες πατρίδες που άφησαν πίσω τους, τα χωριά που μεγάλωσαν στη Βόρεια Ελλάδα. Τα προσφυγόπουλα μάθαιναν να θαυμάζουν διεθνείς προσωπικότητες του κομμουνιστικού κινήματος και διαμόρφωναν ηθικές αξίες που θα εξυπηρετούσαν την υπόθεση του σοσιαλισμού και την οικοδόμηση μιας αλληλέγγυας κοινωνίας.

“Φτάσαμε στο Radebeul τον Αύγουστο του 1950, όπως και όλα τα άλλα Ελληνόπουλα που είχαν ήδη έρθει στη ΛΔΓ από την Αλβανία το 1949 και φιλοξενούνταν σε διάφορα μέρη εντός της ΛΔΓ. Περίπου την ίδια εποχή ιδρύθηκε ο λεγόμενος "Σύνδεσμος Ελεύθερη Ελλάδα" - μια ένωση περίπου 12 σπιτιών και ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολείου, ενός νοσοκομειακού τμήματος και αργότερα ενός νηπιαγωγείου. Το κτίριο στο οποίο φιλοξενήθηκα βρισκόταν στην Borstraße 9. Όταν φτάσαμε εκεί, οι εργασίες ανακαίνισης δεν είχαν ολοκληρωθεί εντελώς. (...)  Έμεινα στο σπίτι στην Borstraße 9 μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς 1950/51, φοιτώντας αρχικά στην 6η και στη συνέχεια στην 7η τάξη. Κατ' αρχήν, με μία εξαίρεση, τα μαθήματα γίνονταν από Γερμανούς δασκάλους που δεν καταλάβαιναν ελληνικά με μαθητές που δεν μιλούσαν γερμανικά. Αυτό ήταν αρκετά παράξενο. Τα πρώτα μαθήματα πήγαιναν ως εξής: ο δάσκαλος ζωγράφιζε στον πίνακα μέρη του σώματος -όπως η μύτη- και πρόφερε τον γερμανικό όρο γι' αυτά, μετά έπρεπε να επαναλάβουμε και να μάθουμε τις αντίστοιχες λέξεις. Στη συνέχεια, μελετήσαμε το λατινικό αλφάβητο, το οποίο διαφέρει πολύ από το ελληνικό αλφάβητο. Επειδή όμως ήμασταν όλοι πολύ επιμελείς, σημειώσαμε καλή πρόοδο. Ωστόσο, οι γλωσσικές μας δεξιότητες δεν ήταν επαρκείς για άμεση μετάβαση στο γυμνάσιο. Ως εκ τούτου, επιλέχθηκαν 18 Έλληνες μαθητές για να προετοιμαστούν για το γυμνάσιο στην προπαρασκευαστική τάξη 8V. Αυτό περιελάμβανε ένα εντατικό μάθημα γερμανικών. Φιλοξενηθήκαμε σε ένα άλλο σπίτι, όπου μαθαίναμε γερμανικά ουσιαστικά μέρα και νύχτα, ακόμη και μετά το πέρας του σχολικού ωραρίου, με τη βοήθεια και την υποστήριξη των καθηγητών. Πάνω απ' όλα, ο πολύ αξιόλογος δάσκαλος, ο Ringel, έδειξε ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς. Η πρώτη μου επίσκεψη στο θέατρο της Δρέσδης, στην οποία με πήγε ο κ. Ringel, μου έχει μείνει αξέχαστη. Το 1952 μετακομίσαμε από το Radebeul στη Δρέσδη-Λόσβιτς σε ένα ίδρυμα νεότητας για να ξεκινήσουμε τα μαθήματά μας στο γυμνάσιο. Στην αρχή υπήρχαν μόνο Έλληνες μαθητές στην τάξη μας, αλλά από τότε τα μαθήματα γίνονταν αποκλειστικά στα γερμανικά. Μετά τις χειμερινές διακοπές, οι 18 Έλληνες μαθητές χωρίστηκαν σε διάφορες τάξεις και εγώ μπήκα στην τάξη 9b5 μαζί με τρεις συμπατριώτες μου, στην οποία οι Γερμανοί μαθητές ήταν πλέον η πλειοψηφία. Η σχέση μεταξύ μας ήταν από την αρχή πολύ καλή. Ορισμένες από τις φιλίες που έκανα τότε υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Συχνά μας προσκαλούσαν οι γονείς των Γερμανών συμμαθητών μας. Τέτοιες συναντήσεις ενίσχυσαν φυσικά τους δεσμούς μας με τη νέα μας πατρίδα. Εκείνη την εποχή όμως ζούσαμε ακόμα με την ιδέα της επιστροφής στην Ελλάδα μετά τη φοίτησή μας. Για το λόγο αυτό, η παραμονή εδώ δεν αποτελούσε καθόλου προοπτική επιλογή. Για χρόνια, οι γονείς μου ήταν επίσης πεπεισμένοι ότι θα επέστρεφα στην πατρίδα μου μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου.”
Δημήτριος Χριστακούδης, Κορνοφωλιά Έβρου

Το συγκρότημα φιλοξενίας προσφυγόπουλων που δημιουργήθηκε στην πόλη  Radebeul, έλαβε την ονομασία «Ελεύθερη Ελλάδα» (“Freies Griechenland”) και περιλάμβανε μερικές εξοχικές κατοικίες που εκκενώθηκαν για να στεγαστούν τα παιδιά, ένα σχολείο, ένα εστιατόριο, ένα στάδιο και ένα παράρτημα του τοπικού Ερυθρού Σταυρού. Το συγκρότημα υπαγόταν θεσμικά στο Υπουργείο Λαϊκής Παιδείας της ΛΔΓ, ενώ η διοίκηση του συγκροτήματος, λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού παιδιών, πέρασε από μια μικρή τοπική οργάνωση στην ευθύνη της Επιτροπής «Ελεύθερη Ελλάδα» (Komitee “Freies Griechenland”).Η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση των προσφυγόπουλων υπήρξαν βασικό μέλημα των τοπικών οργανώσεων, πάντοτε σε συνεργασία με το ΚΚΕ.

Πίνακας 1
Πληθυσμιακή συγκέντρωση πολιτικών προσφύγων σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας [Αποστολές 1949-1950]

Τόπος Εγκατάστασης

Παιδιά

Ενήλικες

Μέλη του ΚΚΕ - Τακτικά

Ενήλικες

Μέλη του ΚΚΕ - Δόκιμα

ΚΟΒ (Κομματική Οργάνωση Βάσης)

Radebeul- Heidenau

698

40

4

2

(Radebeul: 27/2)

(Heidenau: 13/2)

Leipzig

200

9

4

-

Erfurt

94

7

-

-

Wernigerode

63

6

2

-

Brandenburg

65

13

1

-

Güstrow

28

3

1

 

Berlin

3

3

-

 

Πηγή: Στράτος Ν. Δoρδανάς & Βάιος Καλογρηάς, Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 71.

Για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων είχαν προσληφθεί 26 Έλληνες και 39 Γερμανοί παιδαγωγοί και 45 Έλληνες και Γερμανοί δάσκαλοι. Τα μαθήματα πραγματοποιούνταν στη γερμανική και την ελληνική γλώσσα, παρά την επιβεβαιωμένη, σήμερα, ύπαρξη σλαβόφωνων παιδιών από τη Μακεδονία στην Ανατολική Γερμανία. Οι συνθήκες διαβίωσης φαίνεται πως ήταν υποδειγματικές, καθώς τα παιδιά απολάμβαναν «τρία γεύματα την ημέρα, θέρμανση, καινούργια ρούχα, μπάνιο», αλλά το περιβάλλον του συγκροτήματος Radebeul χαρακτηριζόταν από στρατιωτική πειθαρχία, έντονο πολιτικό λόγο και αυστηρό έλεγχο των παιδιών. Η επαφή με τους τοπικούς πληθυσμούς δεν ενθαρρυνόταν και η έξοδος από τις παιδικές εστίες γινόταν αυστηρά μόνο με συνοδεία, αλλά παρόλα αυτά φαίνεται να δημιουργήθηκαν, ανά περιπτώσεις, προσωπικοί δεσμοί μεταξύ προσφυγόπουλων και ντόπιων.

“Συνήθισα στις νέες συνθήκες σχετικά γρήγορα, πιθανώς επειδή ως παιδί είσαι πιο ικανός να αντιμετωπίσεις τις αλλαγές. Φυσικά, γνωρίζαμε το συναίσθημα της θλίψης, αλλά η καλή διαμονή και το φαγητό μας έκαναν επίσης να ξεχάσουμε πολλές αντιξοότητες, ακόμη και αν με δυσκολία χορταίναμε. Επιπλέον, νιώθαμε μέρος μιας οικογένειας, οπότε η θλίψη δεν ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα. Επιπρόσθετα, η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας κατέλαβε τη ζωή μας. Είχαμε έναν Έλληνα δάσκαλο που έγραφε τις γερμανικές λέξεις με ελληνικά γράμματα στον πίνακα που  έπρεπε μετά να τις προφέρουμε. Αλλά στην πραγματικότητα έπρεπε να μάθω παράλληλα και ελληνικά, γιατί είχα παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη στο σχολείο του χωριού και είχα ξεχάσει πολλά πράγματα.”
Ευφροσύνη Χατζή

Η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφυγόπουλων διευθετήθηκε σχετικά εύκολα, εφόσον υπήρχε η δυνατότητα να απασχοληθούν στα κοντινά εργοστάσια της Δρέσδης, ενώ αρκετά παιδιά επέλεξαν να φοιτήσουν σε επαγγελματικές σχολές και ορισμένα άλλα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. Σύντομα, οι ενήλικες, πλέον, πολιτικοί πρόσφυγες δημιουργούσαν δικές τους οικογένειες και διαμόρφωναν εκ νέου την πολιτική και κοινωνική τους ταυτότητα.

“Σπούδασα χημεία στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης και γινόταν όλο και πιο εμφανές, ότι η παραμονή μας στη ΛΔΓ θα τραβούσε σε μάκρος. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου το 1962, έλαβα μια πολύ ενδιαφέρουσα προσφορά εργασίας από το νεοσύστατο Ινστιτούτο Καυσίμων στο Φράιμπεργκ (...) Εκεί γνώρισα τη μελλοντική μου σύζυγο Christel - φοιτήτρια στην Bergakademie - το 1964.”
Δημήτριος Χριστακούδης, Κορνοφωλιά Έβρου
“Αφού τελείωσα τη δέκατη τάξη, έμαθα και ασκούσα το επάγγελμα της μοδίστρας στο Seifhennersdorf. Μετά από αυτό μετακόμισα στη Λειψία σε ένα ξενώνα για ανύπαντρους στη Lumumba-Straße, όπου κατοικούσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Μετά την πρακτική άσκηση, βρήκα δουλειά στο εργοστάσιο ρούχων Vestis. Εκεί όταν ήμουν 20 ετών, γνώρισα το μελλοντικό μου σύζυγο Siegfried που στη δουλειά καθόταν  ακριβώς απέναντί μου.”
Βασιλική Χανους, Ράικο Ιωαννίνων

“Μετά την παραμονή μας στο σπίτι και τη σχολική μας φοίτηση, έπρεπε και μπορούσαμε να αποφασίσουμε για την περαιτέρω εκπαίδευσή μας. Στην πραγματικότητα, ήθελα να σπουδάσω ιατρική. Είχα μάλιστα εξασφαλίσει μια θέση στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου, αλλά ενέδωσα στην προτροπή του καθηγητή μου στη φυσική και άλλαξα κατεύθυνση προς την πυρηνική μηχανική και την κατασκευή αντιδραστήρων στη Δρέσδη. Με είχε πείσει με το πιστεύω του: η πυρηνική φυσική είναι το μέλλον.”
Κώστας Στούπης, Βήσσανη Ιωαννίνων
“Εν τω μεταξύ, είχαμε χωριστεί σε διαφορετικές ομάδες ανάλογα με τη μελλοντική μας εκπαίδευση. Εγώ θα γινόμουν ηλεκτρολόγος, κάτι που με χαροποίησε πολύ, καθώς ήθελα να γίνω ραδιοτεχνίτης. Είχαμε θεωρητικά μαθήματα τρεις ημέρες την εβδομάδα και πρακτικά μαθήματα τρεις ημέρες την εβδομάδα. Η εκπαίδευση ήταν εξαιρετική, έμαθα χειρωνακτικές δεξιότητες όπως το τόρνισμα, το τρυπάνι, ακόμη και τη σφυρηλάτηση και μάλιστα έλαβα και επίδομα μαθητείας, τουλάχιστον 60 μάρκα (...) Όλα αυτά θα ήταν αδιανόητα στην Ελλάδα. Εν ολίγοις, ήμουν ευτυχισμένος (...) Πήρα το πιστοποιητικό μου το 1954. Όταν το παρέλαβα και είδα τους βαθμούς, ένιωσα περήφανος. Ήμουν ενθουσιασμένος με το πόσα είχα μάθει, και ότι το παιδικό μου όνειρο να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα, είχε γίνει πραγματικότητα. Αλλά η μάθηση επρόκειτο να συνεχιστεί, γιατί μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας μας, μας ρώτησε ένας Έλληνας επόπτης, ποιος από εμάς ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο. Φυσικά, εγώ επικοινώνησα αμέσως και μετά από ένα εντατικό προπαρασκευαστικό μάθημα, έκανα αίτηση στη σχολή μηχανικών. Αφού πέρασα τις εισαγωγικές εξετάσεις, άρχισα τις σπουδές μου. Στη συνέχεια εργάστηκα για πέντε χρόνια στη Starkstromanlagenbau της Λειψίας.”
Γιώργος Πέσχος, Τσαμαντάς Θεσπρωτίας

Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής «Ελεύθερη Ελλάδα», το 1959 ζούσαν στη ΛΔΓ 1.218 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, οι οποίοι διέμεναν, εκτός από το Radebeul και την ευρύτερη περιοχή της Δρέσδης (490), στη Λειψία (263), στην Karl-Marx Stadt (182) και λιγότεροι στις πόλεις Βρανδεμβούργο, Μαγδεμβούργο, Βερολίνο και αλλού. Από αυτούς 589 απασχολούνταν ως εργάτες και 162 σε άλλα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων μηχανικοί, δάσκαλοι και νοσοκόμοι, ενώ 20 καταγράφηκαν ως διανοούμενοι. Στο σύνολο συμπεριλαμβάνονταν νοικοκυρές και μικρά παιδιά έως 6 ετών. Τα μέλη και οι υποψήφιοι του SED ανέρχονταν σε 414 άτομα.Η σχέση εξάρτησης μεταξύ ΚΚΕ, SED και ΕΣΣΔ είναι έκδηλη σε όλους τους τομείς που αφορούσαν την κοινωνική και πολιτική θέση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων.

“Ωστόσο, υπήρξε και ένα σκοτεινό κεφάλαιο για εμάς στη ΛΔΓ, το οποίο ξεκίνησε με την παραίτηση του πατέρα μου από το SED, αφού συνειδητοποίησε ότι το πνεύμα και η πολιτική αυτού του κόμματος δεν ταίριαζαν με τα ιδανικά του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά αντιμετωπίζαμε όλο και περισσότερες δυσκολίες και προβλήματα. Η αδελφή μου, για παράδειγμα, με την αίτηση για το  Γυμνάσιο και εγώ με την απόρριψη  της εισαγωγής μου στο πανεπιστήμιο, παρά τον μέσο όρο βαθμολογίας μου (...) Θυμάμαι ακόμη, ότι ο πατέρας μου έγραψε ακόμη και επιστολή στον Erich Honecker για να μου εξασφαλίσει μια θέση στο πανεπιστήμιο, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, όλα αυτά δεν είχαν να κάνουν τόσο με το γεγονός, ότι ήταν ελληνικής καταγωγής όσο με την απομάκρυνσή του από το κόμμα.”
Χάικε Κοκίνους, Λειψία Γερμανία

Ανάγνωση ΚειμένουΑνάγνωση Κειμένου Αναγνωσιμότητα ΚειμένουΑναγνωσιμότητα Κειμένου Αντίθεση ΧρωμάτωνΑντίθεση Χρωμάτων
Επιλογές Προσβασιμότητας