Η δεκαετία του 1940 αποτελεί ίσως την πιο δραματική περίοδο της νεότερης παγκόσμιας ιστορίας. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ως ολοκληρωτικός πόλεμος, κατάφερε να διχάσει σε βάθος τις μεταπολεμικές κοινωνίες και να εγκαθιδρύσει μια πολιτική βίας και ανταγωνισμού από την οποία δεν κατάφεραν να απαγκιστρωθούν οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις παγκοσμίως, ενώ άφησε πίσω του περίπου 6,5 εκατομμύρια πρόσφυγες ή εκτοπισμένους πληθυσμούς στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται πάνω από 1 εκατομμύριο παιδιά, τα οποία φιλοξενήθηκαν σε ιδρύματα και οργανισμούς μετά το πέρας του πολέμου. Στην Ελλάδα, πριν το ξέσπασμα του Εμφυλίου, εκτιμάται ότι ο αριθμός των ορφανών παιδιών κυμαίνεται μεταξύ 340.000 και 375.000. Το 1949 υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα, 36.000 παιδιά είχαν μείνει ορφανά και 1 στα 8 παιδιά είχαν χάσει τουλάχιστον έναν γονιό. Ο αριθμός των εκτοπισμένων και των εσωτερικών μεταναστών δεν είναι απόλυτα ακριβής, αλλά οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στους 700.000 ανθρώπους. Στον απολογισμό των προσφύγων θα συμπεριληφθούν ακόμα περίπου 100.000 πολιτικοί πρόσφυγες, οι οποίοι κατέφυγαν κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών στην Ανατολική Ευρώπη. Όσον αφορά τα παιδιά που μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα στις Λαϊκές Δημοκρατίες, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, οι κυβερνητικές πηγές κάνουν λόγο για 25.000 - 28.000 παιδιά, αλλά σύμφωνα με σύγχρονους ερευνητές, ο αριθμός είναι πιο κοντά στις 20.000. Το ζήτημα της μετακίνησης ανηλίκων από τις βόρειες επαρχίες της Ελλάδας την περίοδο της κορύφωσης του εμφυλίου πολέμου, με ιθύνοντες την ελληνική κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ), είναι ένα από τα πλέον σύνθετα, πολυδιάστατα και αμφιλεγόμενα ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Τα προγράμματα εκκένωσης ανηλίκων από τις περιοχές ελέγχου του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ) πραγματοποιήθηκαν υπό την καθοδήγηση της βασίλισσας Φρειδερίκης και της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» αντίστοιχα, και είχαν αμφότερα στόχο την προστασία των παιδιών και την αποδυνάμωση του αντιπάλου. Το ζήτημα των «παιδιών της Ελλάδας» έλαβε πολύ σύντομα πολιτικές και διπλωματικές διαστάσεις, καθώς εξελίχθηκε μέσα σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα και αξιοποιήθηκε εξίσου από τις αντιμαχόμενες πλευρές στο πλαίσιο της προπαγάνδας που διεξήγαγαν, ακόμη και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο. Από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλικού ζεύγους, Παύλου Α΄ και Φρειδερίκης, η μεταφορά παιδιών από την Ελλάδα προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες που διεξήγαγε το ΚΚΕ, χαρακτηρίστηκε ως «παιδομάζωμα», «γενοκτονία» και «προσπάθεια αφελληνισμού του γένους». Ανάλογη ήταν η αντίδραση της Αριστεράς, η οποία χαρακτήριζε τη μετακίνηση παιδιών από τον Εθνικό Στρατό ως πολιτική πρακτική της βασίλισσας Φρειδερίκης με στόχο τη «δημιουργία γενίτσαρων», που θα υποχρεώνονταν να συμμετάσχουν σε «χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας» και θα ανατρέφονταν με τέτοιο τρόπο από την κυβέρνηση ώστε να πιστεύουν πως οι γονείς τους είναι «προδότες».Αμφότεροι υποστήριζαν ότι με τις ενέργειες τους «έσωζαν» τα παιδιά από τους αντιπάλους τους.
“Εκείνη την εποχή, πολλά πεινασμένα παιδιά περιπλανιόντουσαν στα χωριά αναζητώντας τους γονείς τους ή άλλους συγγενείς, για κάποια ασφάλεια και φροντίδα. Πολλά δεν ήξεραν πού να πάνε και συχνά δεν γνώριζαν καν ότι οι γονείς τους δεν ζούσαν πια, οπότε ήταν ήδη ορφανά ή ημι-ορφανά.”
Κώστας Τσιμούδης, Μαυροκκλήσι Έβρου
“Το πρώτο γεγονός που θυμάμαι ήταν η επιστροφή του πατέρα μου από την αιχμαλωσία το 1938, όταν ήμουν μόλις τεσσάρων ετών. Ένα χρόνο νωρίτερα, αυτός και τα δύο αδέλφια του είχαν συλληφθεί επί τόπου από στρατιώτες της κυβέρνησης Μεταξά για τις αριστερές τους απόψεις, ενώ δούλευαν στα χωράφια, και απελάθηκαν σε ένα νησί εξορίας στο Αιγαίο. Κρατήθηκαν εκεί για δέκα μήνες. Η επιστροφή τους είναι η αρχή των αναμνήσεών μου. [...]Για μένα η περίοδος από το 1940 έως το 1950 ήταν η χειρότερη δεκαετία της ζωής μου. Ξεκίνησε με την εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, η Βέρμαχτ κατέλαβε την Ελλάδα. Ευτυχώς, η γεωγραφική θέση του χωριού μου σήμαινε ότι αρχικά δεν είχε μεγάλο στρατιωτικό ενδιαφέρον για τον γερμανικό στρατό. Ωστόσο, αυτό άλλαξε τα επόμενα χρόνια. Το 1944, η Βέρμαχτ κατέλαβε τη βόρεια Ελλάδα. Επομένως, έπρεπε να λάβουμε προφυλάξεις. Για προληπτικούς λόγους, ο πατέρας μου και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου πήγαν τα ζώα μας σε ένα λόφο όχι μακριά από το χωριό, με την ελπίδα να μην βρεθούν ανάμεσα στις γραμμές του μετώπου. (...) Μια ομάδα στρατιωτών ανακάλυψε την κρυψώνα μας στο βουνό σε υψόμετρο περίπου 1500 μέτρων και άρχισε να μας πυροβολεί με πολυβόλα. Καταφέραμε μόλις να κρυφτούμε σε μια τρύπα στο έδαφος ενώ οι σφαίρες μας χτυπούσαν. (...) Κατά τη διάρκεια της επίθεσης σώθηκα πηδώντας αρκετές φορές πίσω από έναν βράχο σε απόσταση περίπου 20 μέτρων από μένα. (...) Όταν επέστρεψα στο χωριό με το μεγαλύτερο αδελφό μου, βρήκαμε το σπίτι μας καμμένο. Όλες οι προμήθειες τροφίμων είχαν καταστραφεί ή κλαπεί από τους Γερμανούς στρατιώτες. Είχε μείνει μόνο ένα σακί αλάτι. (...) Για την οικογένειά μου, η απώλεια του σπιτιού και της φάρμας ήταν μια καταστροφή. Μέχρι την έναρξη του πολέμου, δεν ζούσαμε άσχημα για τα δεδομένα της εποχής. Τώρα δεν μας έμεινε τίποτα. Ευτυχώς, η Βέρμαχτ σύντομα αποσύρθηκε από την περιοχή μας. Αλλά αυτό δεν έφερε ειρήνη, καθώς η δεξιά ελληνική κυβέρνηση είχε αρχίσει να πολεμά τον αριστερό αντάρτικο στρατό ΕΛΑΣ. Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε μέχρι το 1945 και, μετά από μια σύντομη διακοπή στα τέλη του 1946, εξελίχθηκε τελικά σε εμφύλιο πόλεμο.”
Γιώργος Πέσχος, Τσαμαντάς Θεσπρωτίας
“Όταν έφυγα από την Ελλάδα ήμουν έντεκα χρονών, πρέπει να ήταν γύρω στα μέσα Μαΐου του 1949. Ήμουν το μοναδικό αγόρι στο χωριό, όλοι οι άλλοι είχαν ήδη φύγει. Εκείνη την εποχή ζούσα μόνο με την αδελφή μου σε διάφορα μεταβαλλόμενα καταλύματα. Εκείνη την εποχή ήταν πανταχού παρών ο φόβος μήπως μας πάνε σε ένα παιδικό στρατόπεδο της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Κάποτε με είχαν πιάσει και μέλη του αστικού στρατού. Ευτυχώς κατάφερα να ξεφύγω και να επιστρέψω στο χωριό. [...] ένας αγγελιοφόρος των παρτιζάνων ήρθε σε μας για κάποιο θέμα (...) είπε: "Αύριο τα μεσάνυχτα πρέπει να είστε έτοιμοι" (...) έδειξε επίσης ένα γράμμα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν στο ανώτατο σώμα των ανταρτών και δραστηριοποιούνταν στην αντίσταση στην περιοχή των Ιωαννίνων. [...] Τα είχα ακούσει όλα αυτά, αλλά εξακολουθούσα να μην αισθάνομαι φόβο, γιατί πολύ χειρότερη από το να πρέπει να φύγω από την Ελλάδα ήταν η προοπτική να με στείλουν σε ένα από τα παιδικά στρατόπεδα της Φριντερίκε. Περάσαμε τη νύχτα και τη μέρα μετά την επίσκεψη του αγγελιοφόρου κρύβοντας τα υπάρχοντά μας, αφού δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πότε θα επιστρέφαμε.”
Κώστας Στούπης, Βήσσανη Ιωαννίνων
Η πρωτοβουλία για την περίθαλψη των προσφυγόπουλων και την μετακίνηση των παιδιών από τα πεδία των μαχών ανήκει στην βασίλισσα Φρειδερίκη. Στο πλαίσιο της ενίσχυσης της θέσης και επιρροής των Ανακτόρων στην ελληνική πολιτική σκηνή, η βασιλική οικογένεια εφάρμοσε μια σειρά μέτρων κοινωνικής πρόνοιας. Τον Ιούλιο του 1947, ιδρύθηκε ο «Έρανος "Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος" υπό την Υψηλήν Προστασίαν της Α.Μ. της Βασιλίσσης», και δημιουργήθηκαν 54 κέντρα περίθαλψης και διαβίωσης απόρων και ορφανών ανηλίκων, γνωστά ως «παιδουπόλεις» σε όλη την ελληνική επικράτεια. Οι αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις του τιτάνιου αυτού έργου καλύπτονταν από φιλανθρωπικές συνδρομές, εράνους, έκτακτες εισφορές, έμμεσους και άμεσους φόρους και την υποστήριξη διεθνών φορέων (UNICEF, UNRRA, UNESCO CARE, RED CROSS). Για τη φιλοξενία των παιδιών επιτάχθηκαν νοσοκομεία, εγκαταλελειμμένοι στρατώνες, στρατόπεδα προσκόπων, ενώ υπήρξαν και δωρεές ακινήτων και πολυτελών κατοικιών για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών. Οι μετακινήσεις παιδιών από τον Εθνικό Στρατό εντάθηκαν την άνοιξη του 1948, όταν τέθηκε σε πλήρη λειτουργία το αντίστοιχο πρόγραμμα εκκένωσης από πλευράς «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης». Ο ΔΣΕ είχε ανακοινώσει, στις 3/3/1948, τη μεταφορά 4.789 παιδιών, ηλικίας 3-14 ετών, προς τις όμορες βαλκανικές χώρες. Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε ο Ελληνικός Στρατός στην οργάνωση UNSCOB, τον Απρίλιο του 1948 απομακρύνθηκαν περισσότερα από 10.000 παιδιά ηλικίας 3-14 ετών από επαπειλούμενες από τον ΔΣΕ περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ίδια η βασίλισσα Φρειδερίκη υποστηρίζει ότι στα ιδρύματα φιλοξενήθηκαν περί τις 25.000 παιδιά.
“Υπήρχε μια καταπιεστική αβεβαιότητα. Κανείς δεν ήξερε, τι θα έφερνε η επόμενη μέρα. Οι κάτοικοι του χωριού υπόκειντο σε συνεχείς ελέγχους από κυβερνητικά στρατεύματα καθώς δούλευαν στα χωράφια. Ολόκληρο το Σουφλί ήταν εντελώς περικυκλωμένο και σφραγισμένο από κυβερνητικούς στρατιώτες (...) Μια μέρα, μια ομάδα βασιλικών με παρέλαβε παρουσία του δημάρχου της Κορνοφωλιάς και με πήγε παρά τη θέλησή μου στο σχολείο στο Σουφλί, το οποίο χρησίμευε ως κέντρο συγκέντρωσης παιδιών που επρόκειτο να αναμορφωθούν. Ήμασταν ουσιαστικά κλειδωμένοι εκεί, γιατί δεν μας επέτρεπαν να βγούμε από το κτίριο. Μόνο τα παιδιά των υποστηρικτών της δεξιάς είχαν έρθει εθελοντικά. Παρακολουθούσα από το παράθυρο, καθώς τα παιδιά επιβιβάζονταν σε αυτοκίνητα για να μεταφερθούν από το Σουφλί στην Αλεξανδρούπολη. Φοβήθηκα, ότι απειλήθηκα κι εγώ με την ίδια μοίρα και έτσι αναζήτησα καταφύγιο στο υπόγειο του σχολείου. Εκεί συνάντησα δύο παιδιά από το χωριό. Φύγαμε μαζί από το κτίριο.”
Κυριάκος Τσακμάκης, Κορνοφωλιά Έβρου
Για τη διάσωση των διωκόμενων αριστερών και των οικογενειών τους είχαν δημιουργηθεί, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (1945), κέντρα φιλοξενίας προσφύγων στη Γιουγκοσλαβία, στη Βουλγαρία και στην Αλβανία. Σύμφωνα με την ηγεσία της «Προσωρινής Κυβέρνησης», το ζήτημα της μετακίνησης των παιδιών από τις περιοχές ελέγχου του ΔΣΕ προέκυψε μετά την εντατικοποίηση των εκκενώσεων και την πρόθεση μεταφοράς 14.000 παιδιών από τον Εθνικό Στρατό στις νότιες περιοχές της χώρας που ελέγχονταν από την Κυβέρνηση. Έχει αναδειχθεί από ερευνητές της περιόδου η στρατηγική απομάκρυνσης των παιδιών από τις οικογένειές τους ως μέσο ελέγχου των μαχητών αλλά και ως τρόπου αποδέσμευσης των μαχητριών από τις υποχρεώσεις ανατροφής των τέκνων τους, με απώτερο σκοπό την αφοσίωση στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Παράλληλα, η μεταφορά των ανηλίκων προσέφερε μια προσωρινή λύση στο επισιτιστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι μονάδες του ΔΣΕ στα ορεινά. Οι μεταφορές αφορούσαν, στην πλειονότητά τους, παιδιά ή στενούς συγγενείς ανταρτών που ήταν ενταγμένοι στις γραμμές του ΔΣΕ ή βρίσκονταν φυλακισμένοι λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Οι οργανωμένες αποστολές παιδιών που έλαβαν χώρα κατά την Άνοιξη του 1948, έδωσαν σύντομα τη θέση τους σε χαοτικές πληθυσμιακές μετακινήσεις και κατέληξαν σε βίαιες καταναγκαστικές εκκενώσεις ολόκληρων χωριών, στο τέλος του Εμφυλίου.
“Έφυγα από το χωριό μου στον Έβρο το 1948, όταν δεν ήμουν ούτε 13 ετών. Ο πατέρας μου πολεμούσε τότε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Σκοτώθηκε σε μια από τις μάχες με τα κυβερνητικά στρατεύματα. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε πού να μείνουμε, γιατί οι στρατιώτες της Βέρμαχτ έκαψαν κατά τη διάρκεια της κατοχής το σπίτι μας, οπότε η οικογένειά μας έζησε μόνο σε προσωρινά καταλύματα. Λόγω των συνεχώς εναλλασσόμενων μετώπων μεταξύ των ανταρτών και του κυβερνητικού στρατού, περνούσα μήνες ολόκληρους τις νύχτες σε σπίτια άλλων ανθρώπων από φόβο μήπως με πιάσουν οι μοναρχικοί στρατιώτες.”
Κώστας Παρουσούδης, Ασβεστάδες Έβρου
“Ο πατέρας μου ήταν 17 ετών, όταν απελάθηκε. Επειδή ο πατέρας του πολεμούσε μαζί με τους αντάρτες, έπρεπε να δουλεύει στα χωράφια και να φροντίζει τα ζώα μαζί με τα τρία μικρότερα αδέλφια του και τη μητέρα του. Ήταν γνωστό στο χωριό, ότι υπήρχε ένας 17χρονος στην οικογένεια που μπορούσε να δώσει ένα χεράκι. Οι αντάρτες της περιοχής το γνώριζαν επίσης αυτό και τον μάζεψαν μια μέρα χωρίς τη συγκατάθεση της γιαγιάς μου. Κάποιος είχε προδώσει στους μαχητές την κρυψώνα όπου τον κρατούσε κρυμμένο η γιαγιά. Τελικά, τον πήραν από το στάβλο με την απειλή όπλου και τον έφεραν στους αντάρτες. Εφόσον το χωριό ήταν στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού και ο παππούς μου πολεμούσε στις τάξεις τους, η ομάδα στρατολόγησης προφανώς θεώρησε δεδομένο να πάρει τον πατέρα μου μαζί της, αν και ο ίδιος δεν είχε καν πάρει απόφαση να το κάνει. Έμεινε στα βουνά για περίπου ένα χρόνο, πριν τον πάρουν στο εξωτερικό. Η ιστορία της μητέρας μου ήταν διαφορετική. Ήταν 16 ετών και πήρε η ίδια την απόφαση χωρίς να ρωτήσει τους γονείς της. Έτσι, μια μέρα μάζεψε τα απαραίτητα, αποχαιρέτησε την αδελφή της και πήγε με τους αντάρτες. Ωστόσο, έμεινε στο στρατόπεδο μόνο για λίγες εβδομάδες πριν συνεχίσουν την πορεία για τη Βουλγαρία και τελικά για τη Γερμανία.”
Ευμορφία Φρόμμε, Δρέσδη Σαξωνία
Αναμφισβήτητα, οι προθέσεις αμφοτέρων υπήρξαν εξίσου πολιτικές και στρατηγικές αλλά και βαθιά ανθρωπιστικές. Τα προγράμματα εκκένωσης στόχευαν πρωτίστως στη διάσωση των παιδιών και ακολούθως, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, της ιδεολογίας και της ταυτότητας των αυριανών πολιτών, οι οποίοι ως φορείς μετασχηματισμού, θα συνέβαλαν στην ανοικοδόμηση της χώρας, όπως την οραματίζονταν οι αντιμαχόμενες πλευρές. Τα παιδιά ανατρέφονταν σε έντονα πολιτικοποιημένα περιβάλλοντα, σε συνθήκες αυστηρής πειθαρχίας αλλά είχαν τη δυνατότητα εκπαιδευτικής μόρφωσης και επαγγελματικής εξέλιξης που στερούνταν, λόγω των συνθηκών, στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Μια από τις πιο περίπλοκες δοκιμασίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, ήταν ο αποχωρισμός από τις οικογένειές τους. Για εκείνα που μεταφέρθηκαν στις «παιδουπόλεις», η διάρκεια ήταν σύντομη, καθώς τα περισσότερα επέστρεψαν στις εστίες τους μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Το ζήτημα των παιδιών αξιοποιήθηκε ως πολιτικό μέσο άσκησης πίεσης στους αντιμαχόμενους και τροφοδότησε την ψυχροπολεμική διαμάχη μεταξύ του δυτικού κόσμου και των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μετά από καταγγελία της ελληνικής κυβέρνησης στην UNSCOB, το 1948, με θέμα τις “βίαιες εκτοπίσεις παιδιών” από τους αντάρτες, πραγματοποιήθηκε έρευνα για την ανάμειξη των χωρών υποδοχής στην οργάνωση των αποστολών. Σύντομα η υπόθεση των παιδιών πέρασε στην ευθύνη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έως το 1952. Συνολικά επέστρεψαν στην Ελλάδα 538 παιδιά από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.