Η επιθυμία της επιστροφής

Σε αντίθεση με τα παιδιά που οδηγήθηκαν στις παιδουπόλεις της Βασίλισσας Φρειδερίκης στην Ελλάδα, τα παιδιά που μεταφέρθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες επέστρεψαν -όχι όμως όλα- πολύ αργότερα. Η επιστροφή των παιδιών αυτών προσέπιπτε σε πολλαπλά εμπόδια. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η έντονη δυσαρέσκεια του ΚΚΕ προς όσους επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τις Λαϊκές Δημοκρατίες, η στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας, όπως και ποικίλα άλλα προσκόμματα που δημιουργούσε το ελληνικό κράτος, σε συνδυασμό με τη δυσκολία προσαρμογής στη χώρα αποτελούσαν τα σημαντικότερα από τα εμπόδια που καλούνταν να ξεπεράσουν οι πολιτικοί πρόσφυγες που αποφάσιζαν να επιστρέψουν στις γενέτειρές τους.

Από τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας προκύπτει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μέχρι τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών είχαν επαναπατριστεί περίπου 7.000 άτομα. Η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων εντατικοποιήθηκε κατά τη Μεταπολίτευση, οπότε και μέχρι τη δεκαετία του 1990 φαίνεται ότι επέστρεψαν πάνω από 45.000 άνθρωποι.

Η φυγή και η εγκατάσταση ενός μεγάλου αριθμού παιδιών μικρής ηλικίας σε μια άλλη χώρα μακριά από την πατρίδα τους, αλλά και τις οικογένειες τους αποτελεί αναμφίβολα ένα τραυματικό γεγονός, το οποίο στιγματίζει τις ζωές τους.  Φεύγοντας δεν άφησαν πίσω τους μια ιδανική πατρίδα, αλλά μια δυστοπία. Το νεαρό της ηλικίας τους δεν επέτρεπε σε πολλά από αυτά τα παιδιά να διατηρούν μνήμες από τη ζωή στην Ελλάδα προπολεμικά. Μεγάλωσαν έτσι με την ιδέα μιας φανταστικής πατρίδας, θεωρώντας προσωρινή την παραμονή τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες και διατηρώντας άσβεστη την επιθυμία για επιστροφή στην Ελλάδα.

“Αυτό που με κράτησε,  ήταν η ακλόνητη πεποίθηση, ότι μια μέρα θα μπορούσα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Για αυτό δεν είχαμε ουδεμία αμφιβολία. Ωστόσο, δε σκεφτόμασταν μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Η επιστροφή ήταν τόσο αυτονόητη για μένα που δεν το σκεφτόμασταν κάθε μέρα. Άλλωστε, οι μέρες ήταν γεμάτες με πράγματα που μας κρατούσαν απασχολημένους”.
Συνέντευξη Ευφροσύνη Χατζή

Ο πόθος της επιστροφής εντυπώνεται χαρακτηριστικά στις ευχές που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πολιτικοί πρόσφυγες που ζούσαν στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Όπως θυμάται ο Παναγιώτης Αφεντουλίδης: «στην οδό Νικολάι (…) υπήρχε ένα καφενείο δίπλα στα γραφεία της "Επιτροπής Ελεύθερης Ελλάδας", όπου γιορτάζαμε την Πρωτοχρονιά, αλλά και τις ελληνικές γιορτές. Ειδικά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κάναμε πάντα πρόποση με το σύνθημα "και του χρόνου στην Ελλάδα"».

https://askiarchives.eu/show/42127

Ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας φαίνεται ότι αποτέλεσαν τον βασικότερο παράγοντα για τη χρονική μετατόπιση της επιστροφής. Η παραμονή στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία παρατείνονταν λόγω κυρίως των παιδιών και των αναγκών τους χωρίς αυτό όμως να θέτει και το οριστικό τέλος του ονείρου της επιστροφής.

«όταν έκανα οικογένεια, μου ήρθε στο μυαλό ότι αυτό το "του χρόνου" μάλλον δεν θα υπήρχε τελικά. Εξάλλου, είχα τρία παιδιά με τη δεύτερη γυναίκα μου, τα οποία δεν μπορούσα ούτε να πάρω μαζί μου ούτε να τα αφήσω εδώ μόνο τους»
Συνέντευξη Θανάσης Καρατζάνης

Η απόφαση βέβαια για οριστική παραμονή στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία φαίνεται ότι πρόεκυψε για τους περισσότερους από τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγές εκεί σταδιακά και ασυνείδητα. Παρά την ισχυρή επιθυμία για επιστροφή στην πατρίδα, η εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης για τους απογόνους τους φαίνεται ότι λειτούργησε καθοριστικά στην επιλογή παραμονή τους στη Λειψία. Φυσικά, το όνειρο της επιστροφής δε μετατέθηκε χρονικά μονάχα για οικογενειακούς λόγους, αλλά και εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών στην Ελλάδα.

https://askiarchives.eu/show/41721

«Για τους γονείς μου, η ολοκληρωμένη σχολική μας εκπαίδευση ήταν το πιο σημαντικό πράγμα. Γι' αυτό και μόνο το λόγο δεν υπήρχαν σοβαρές σκέψεις να μας πάρουν από το σχολείο για να κάνουμε μια νέα αρχή στην Ελλάδα»
Συνέντευξη Ιωάννα Τραντάκη

«Όταν το 1967 έλαβε χώρα το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αθήνα, όλα τα όνειρα για επιστροφή στην Ελλάδα είχαν τελειώσει. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ήταν ξεκάθαρο για μας: θα μείνουμε εδώ».
Συνέντευξη Κώστας Στούπης

Η παράταση της παραμονής στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία ώθησε τους, ενήλικους πλέον, πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει οικογένειες εκεί, να μεταλαμπαδεύσουν στους απογόνους τους στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, ως καθοριστικά στοιχεία της ταυτότητας τους. Κομβικό ρόλο έπαιξε και η εκμάθηση των ελληνικών στους απογόνους. Μάλιστα αρκετοί από τους τελευταίους συνέχισαν να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και στα δικά τους παιδιά, διατηρώντας έτσι μέχρι και σήμερα ζωντανό το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή της Λειψίας.

https://askiarchives.eu/show/35456

«για πολλούς εξόριστους στην Ανατολική Ευρώπη Έλληνες πατρίδα ήταν η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός».
Αστέρης Κούτουλας, «Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας: Η δική μου ελληνική ουδέτερη ζώνη», ομιλία, Βερολίνο χ.χ.

«Αν και δεν μου άρεσε να μαθαίνω ελληνικά η ίδια στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, ξέρω πόσο σημαντική είναι η γνώση της γλώσσας για την κατανόηση του ελληνικού πολιτισμού, της ιστορίας και της κοινωνίας. Γι' αυτό και έχω διδάξει στα παιδιά μου, όπως κάποτε οι γονείς μου δίδαξαν και σε μένα, την αρχή: Στο σπίτι ομιλείται μόνον η ελληνική γλώσσα. Προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, επιμένουν σε αυτήν, ακόμη και αν μερικές φορές βρίσκουν τα πρόσθετα μαθήματα ελληνικών ως βάρος. Είμαστε πολύ ευτυχείς που μπορούν να μιλούν ελληνικά με τους παππούδες και τους συγγενείς τους στην Ελλάδα».
Ιωάννα Τραντάκη

Η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα εντατικοποιήθηκε την περίοδο της Μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, τα πρώτα -συνήθως μικρής διάρκειας- ταξίδια στην πατρίδα, ξεκινούν από 1975. Μάλιστα, πολλοί από τους πολιτικούς πρόσφυγες επιλέγουν να πραγματοποιήσουν την πολυπόθητη επίσκεψη στην Ελλάδα μαζί με τις οικογένειες τους.

Οι προφορικές μαρτυρίες καταδεικνύουν τα έντονα συναισθήματα που προκάλεσε η πρώτη αυτή επιστροφή στην πατρίδα μετά από δεκαετίες και η συνάντηση με συγγενείς και φίλους. Το αίσθημα της ζεστασιάς που σχετίζεται τουλάχιστον από τους παλαιότερους ανθρωπολόγους με τον γενέθλιο τόπο και την πατρίδα, τονίζεται από τους πληροφορητές. Παράλληλα, η εικόνα της ηλιόλουστης και πολιτισμένης χώρας που περιγράφουν δε θύμιζε σε τίποτα τις εικόνες ολέθρου και καταστροφής της κατοχικής και αργότερα ταραγμένης από την εμφύλια διαμάχη Ελλάδας.

«αμέσως μετά τη συνοριακή διάβαση των Ευζώνων, σταμάτησα το αυτοκίνητο, γονάτισα και φίλησα το έδαφος».
Θανάσης Καρατζάνης

«Ακόμη και ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν ακόμη ζωντανός, ήταν πλέον 99 ετών και σχεδόν εντελώς τυφλός, οπότε δεν μπορούσε να με αναγνωρίσει. Τον πλησίασα και του είπα: "Παππού, να ο πρώτος σου εγγονός - από τη Γερμανία, τη ΛΔΓ". Με ψηλάφισε και άρχισε να κλαίει».
Δημήτριος Χριστακούδης

«Το 1980, πήγα για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον Ζίγκφριντ με το αυτοκίνητο "Τράμπαντ" του μικρότερου αδελφού μου(…) Ήταν ένα υπέροχο ταξίδι με συγκλονιστικές εντυπώσεις: το έντονο φως, το γαλάζιο της θάλασσας, η ζεστασιά και η ανοιχτότητα των ανθρώπων, είτε ήταν συγγενείς, είτε γνωστοί, είτε άγνωστοι. Και φυσικά, πάνω απ' όλα, η μουσική».
Συνέντευξη Βασιλική Χάνους

Παρά τα έντονα συναισθήματα που τους προκάλεσε η πολυπόθητη επιστροφή στην πατρίδα, έστω και στο πλαίσιο ενός ολιγοήμερου ταξιδιού, οι πολιτικοί πρόσφυγες που βρέθηκαν ως παιδιά στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, ερχόμενοι στην Ελλάδα αντιμετώπισαν ποικίλες απογοητεύσεις και έγιναν αποδέκτες αρνητικών στερεοτυπικών σχολίων, τα οποία παγιώθηκαν για δεκαετίες μετά την επικράτηση του εθνικού στρατού στην εμφύλια διαμάχη.

«ορισμένοι γνωστοί είχαν παράξενες ιδέες για τη ζωή μας στη ΛΔΓ. Ο παιδικός μου φίλος Γιάννης Ντόννας, για παράδειγμα, δεν ήθελε να πιστέψει, ότι ζούσαμε σε διαμερίσματα και όχι σε μαζικές συνοικίες, ότι είχαμε δικά μας έπιπλα και παίρναμε μισθό για τη δουλειά μας. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας, ξέσπασα στα γέλια και του είπα: "Γιάννη, και οι δύο, όταν ήμασταν παιδιά, βοσκούσαμε πρόβατα. Εγώ από τότε έχω σπουδάσει και έχω ένα ακαδημαϊκό επάγγελμα, ενώ εσύ ακόμα βόσκεις πρόβατα". Αυτό τον ενόχλησε τόσο, πολύ που παραπονέθηκε για μένα στη γυναίκα του». 
Συνέντευξη Κώστας Αλεξίου.  

«η συνάντηση με την πατρίδα που έπρεπε να χάσω για τόσο καιρό αποδείχθηκε λιγότερο ποιητική. Ανακρίθηκα από την αστυνομία για δύο ώρες. Για το ελληνικό κράτος, ήμασταν εν δυνάμει κατάσκοποι του κομμουνισμού και επομένως εξ αρχής ύποπτοι».
Συνέντευξη Θανάσης Καρατζάνης.

«Αυτό που δεν μου αρέσει τόσο πολύ είναι κάτι που έχω βιώσει εκεί, τουλάχιστον στην οικογένειά μου, δηλαδή οι διαμάχες όταν πρόκειται για ιδιοκτησία, είτε πρόκειται για ιδιοκτησία σπιτιού, είτε για κληρονομιά, είτε για γη. Ο φθόνος ή οι κοινωνικές ευαισθησίες παίζουν συχνά ρόλο, αν και αυτό δεν είναι απαραίτητο. Δεν κατανοώ αυτή την αντίφαση. Από τη μία πλευρά μας κατακλύζουν κυριολεκτικά με δώρα οι συγγενείς μας, όταν τους επισκεπτόμαστε, από την άλλη, τα ίδια μέλη της οικογένειας τσακώνονται για ασήμαντες υλικές λεπτομέρειες».
Συνέντευξη Χάικε Κοκίνους

Για πολλούς από τους πολιτικούς πρόσφυγες που βρέθηκαν στη Λειψία, οι επικρατούσες συνθήκες στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 φαίνεται ότι δεν ήταν αυτές που ονειρεύονταν. Η παιδική εργασία, η έλλειψη εργασιακών ευκαιριών, η απουσία αξιοκρατίας και κυριαρχία πελατειακών σχέσεων επισημαίνονται σε αρκετές μαρτυρίες ως αρνητικά χαρακτηριστικά.

Οι αρνητικές εμπειρίες αυτών που επέστρεψαν τελικά στην Ελλάδα, ή τουλάχιστον το επιχείρησαν, φαίνεται ότι επηρέασαν τις αποφάσεις όσων άλλων παρέμεναν ακόμα στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Υπήρξαν και περιπτώσεις πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι αν και επιθυμούσαν την επιστροφή τους στην Ελλάδα, επέλεξαν αρχικά να εγκατασταθούν και να εργαστούν στη Δυτική Γερμανία με σκοπό την εξασφάλιση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και τη συγκέντρωση των απαραίτητων οικονομικών πόρων.

«Υπήρχε όμως και ένας άλλος λόγος για την καθυστερημένη επιστροφή στην Ελλάδα, και αυτός ήταν το συνταξιοδοτικό ζήτημα. Εκείνη την εποχή ήταν ξεκάθαρο, ότι δε θα παίρναμε σύνταξη από τη ΛΔΓ και ότι θα χρειάζονταν χρόνια μέχρι να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας στην Ελλάδα. Πέρα από το γεγονός ότι η σύνταξη στην Ελλάδα μόλις και μετά βίας θα ήταν αρκετή για να ζήσουμε. Αποφασίσαμε λοιπόν να μην ταξιδέψουμε απευθείας από τη ΛΔΓ στην Ελλάδα, αλλά να ταξιδέψουμε μέσω Δυτικού Βερολίνου, προκειμένου να αποκτήσουμε εκεί τα δικαιώματα για τη σύνταξή μας».
Συνέντευξη Στάμω Τσιαπράζη

Η επιστροφή στη Λειψία μετά το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα γεννά ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους το πραγματοποίησαν. Από τη μια ο τόπος γέννησης, το μέρος που τους συνδέει με το παρελθόν τους και τους γονείς τους και από την άλλη ο τόπος στον οποίο έζησαν, εργάστηκαν και δημιούργησαν οικογένειες, ο τόπος στον οποίο πάρα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεταφέρθηκαν εκεί σήμερα έχουν επιλέξει συνειδητά να ζουν. Η εσωτερική αυτή διαμάχη ανάμεσα στους δυο τόπους μεταφέρεται ακούσια και στους απογόνους.

Αν και η πατρίδα ως ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός τόπος γέννησης και ανατροφής αποτελεί σημαίνον αυτοπροσδιοριστικό στοιχείο για τον κάθε άνθρωπο, το οποίο μάλιστα συνδέεται με ποικίλα συνήθως θετικά συναισθήματα, τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι ερευνητές αντιμετωπίζουν την πατρίδα ως μια έννοια περισσότερο ρευστή –ιδιαιτέρως στην περίπτωση των προσφύγων. Υπο αυτό το πρίσμα, οι πολιτικοί πρόσφυγες, ταυτιστηκαν με περισσότερους τόπους πέρα από αυτόν της γέννησής του και απεκτήσαν πολλαπλές πατρίδες και ταυτότητες.

Οι δεσμοί που δημιούργησαν οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν αφορούν μόνο τους τόπους στους οποίους κατοικούν σήμερα, αλλά επεκτείνονται και στους τόπους που έζησαν στο παρελθόν. Επιπλέον, πέρα από τη γεωγραφική διάσταση του «σπιτιού/πατρίδας», δε πρέπει να παραλείπεται και η χρονική. Με την πάροδο του χρόνου αλλάζει ο τόπος που προσλαμβάνουν ως «σπίτι/πατρίδα». Τις παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις συμπυκνώνει σε μια φράση της η Ευμορφία Φρόμμε: «Θεωρώ επίσης εμπλουτιστικό να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου σε διάφορους πολιτισμούς και να ζω διαφορετικές νοοτροπίες».

Τα παιδιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που κατέφυγαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες είτε επέστεψαν τελικά στην Ελλάδα είτε όχι έχουν αποκτήσει πολλαπλές ταυτότητες (ή υβριδικές ταυτότητες). Έλαβαν εθνική μόρφωση στα ιδρύματα που τους υποδέχθηκαν, αλλά παράλληλα υιοθέτησαν και στοιχεία από τις κοινωνίες στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Η πολλαπλότητα των δεσμών που συγκρότησαν στα διαφορετικά μέρη όπου έζησαν κάθε φορά επηρεάζει μέχρι και σήμερα και τις ταυτότητες που διαχειρίζονται ή υιοθετούν. Αντίστοιχα όμως και οι απόγονοι τους, αν  και δεν έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, τρέφουν ισχυρά συναισθήματα για αυτήν.

«Για μένα, η Ελλάδα παραμένει το σπίτι μου, αυτό δεν το ξεχνάς. Όσο μπορώ, θα ταξιδεύω εκεί, αν και έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο για μένα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πότε θα ταξιδέψω ξανά την επόμενη φορά. Η Γερμανία είναι το δεύτερο σπίτι μου».
Συνέντευξη Μαρίκα Τραουτφεττερ.

 «Όταν επέστρεψα στην πατρίδα μου, ένιωθα χαρούμενος για το μέλλον μου, παρόλο που τα πράγματα δεν πήγαιναν πάντα όπως ήλπιζα. Ήμουν όμως πεπεισμένος ότι θα μπορούσα να χτίσω μια νέα ζωή για τον εαυτό μου χάρη στην καλή εκπαίδευση, την εμπειρία και τις γνώσεις μου. Είμαι πολύ ευγνώμων στη ΛΔΓ για το γεγονός ότι μπόρεσα να το κάνω αυτό».
Συνέντευξη Jorgos Peshos.

Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που επέλεξαν να ζήσουν μόνιμα στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία με τις οικογένειες τους έγιναν μάρτυρες μιας ακόμα ιστορικής αλλαγής, την οποία προκάλεσε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 1989 και έθεσε υπό αμφισβήτηση τις ιδέες και τις αξίες με τις οποίες είχαν γαλουχηθεί.

Παρότι οι απόψεις των πληροφορητών για τα γεγονότα του 1989 και την επακόλουθη ενοποίηση της Γερμανίας διαφέρουν, η απώλεια για δεύτερη φορά στη ζωή τους ενός τόπου -όχι με το στενό γεωγραφικό του νόημα- τον οποίο αισθάνονταν ως σπίτι τους είναι κοινή για όλους.

«Για μένα, το τέλος της ΛΔΓ ήρθε πολύ απότομα. Άλλωστε είχα συνηθίσει τη ζωή εδώ παρά τις αντίξοες συνθήκες. Η κοινωνική ασφάλιση, οι ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά και η δωρεάν ιατρική περίθαλψη ήταν πιο σημαντικά για μένα από την πλημμύρα των αγαθών που ακολούθησε. Σήμερα, μερικές φορές φοβάμαι να βγω από το διαμέρισμά μου μετά το σκοτάδι ή να γυρίσω σπίτι αργά».
Συνέντευξη Θανάσης Καρατζάνης

«Η Γερμανία είναι το δεύτερο σπίτι μου. Έτσι παρέμεινε και μετά το 1989. Σκέφτομαι συχνά την ολοκληρωμένη ζωή μου στη ΛΔΓ. Αλλά το τέλος της δεν ήταν για μένα απώλεια. Νομίζω ότι η επανένωση ήταν αναγκαία και ένα φυσικό βήμα- άλλωστε, οι άνθρωποι στην Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία ανήκουν σε ένα λαό».
Συνέντευξη Μαρίκα Τραουτφεττερ

Οι κοινές βιωμένες εμπειρίες και μνήμες των παιδιών του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που μεγάλωσαν στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία τα καθιστούν μια ξεχωριστή εμπειρική κοινότητα μνήμης. Είτε στην Ελλάδα, είτε στην Γερμανία οι συναντήσεις τους, διατηρούν ζωντανές τις μνήμες αυτές. Στη Λειψία σήμερα, παρά τις όποιες δυσκολίες της καθημερινότητας, οι εναπομείναντες Έλληνες, που βρέθηκαν εκεί παιδιά ακόμη ως πολιτικοί  πρόσφυγες, συνεχίζουν και συμμετέχουν σε διάφορες εκδηλώσεις διατηρώντας ισχυρό το ελληνικό στοιχείο. Η γενιά τους σταδιακά αραιώνει.  Το τραύμα όμως δεν έχει επουλωθεί και για τον λόγο αυτό οι εμπειρίες τους μεταφέρονται ως μεταμνήμες πλέον  από τους απογόνους τους. Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά την φυγή τους από την πατρίδα, δυσκολεύονται ακόμη να κρίνουν τα γεγονότα που βίωσαν και παρακολουθούν με κάποια αμηχανία τα σύγχρονα προσφυγικά ρεύματα.

«Παρ' όλα αυτά, δεν είναι εύκολο να συνοψίσω τη ζωή μου. Ιδιαιτέρως όταν ως πρώην πρόσφυγας διαπιστώνω, ότι σήμερα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πρέπει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, όπως π.χ. οι Ουκρανοί. Λυπάμαι πολύ για όσα συμβαίνουν εκεί, αυτό με συγκινεί.  Το χειρότερο για μένα εκ των υστέρων είναι να γνωρίζω ότι στον ελληνικό εμφύλιο πολέμησαν μεταξύ τους μέλη της ίδιας οικογένειας. Ακόμα αναρωτιέμαι, αν όντως έπρεπε να γίνει έτσι. Αυτό μου προκαλεί μεγάλη  λύπη».
Συνέντευξη Ευφροσύνη Χατζή.

Ανάγνωση ΚειμένουΑνάγνωση Κειμένου Αναγνωσιμότητα ΚειμένουΑναγνωσιμότητα Κειμένου Αντίθεση ΧρωμάτωνΑντίθεση Χρωμάτων
Επιλογές Προσβασιμότητας