ΓΚΟΤΟΒΟΣ ΑΘ.

Αναλυτικό Βιογραφικό Σημείωμα: http://www.biblionet.gr

 

Ο Αθανάσιος Ε. Γκότοβος γεννήθηκε το 1951. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Φιλοσοφική Σχολή) και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου και υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή (Τμήμα Επιστημών της Αγωγής) με θέμα "Γλώσσα και αλληλεπίδραση των παιδιών των Ελλήνων μεταναστών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Δυτικό Βερολίνο" το 1979. Από το 1980 μέχρι το 1981 δίδαξε Παιδαγωγική στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Από το 1981 εργάζεται στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και από το 1990 υπηρετεί ως  καθηγητής στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής. Από το 1991 μέχρι το 2001 δίδαξε στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου μαθήματα Παιδαγωγικής. Έχει επίσης υπηρετήσει ως αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (2001-2004) και ως μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (2000-2004). Στα πεδία της ειδίκευσής του ανήκουν οι Θεωρίες των εκπαιδευτικών οργανισμών, η Διδακτικής της Γλώσσας και της Ιστορίας, οι Θεωρίες της Κοινωνικοποίησης και η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Γύρω από τα θέματα αυτά έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα σε ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα περιοδικά.

 

Τίτλος μαθήματος

Δημογραφικές μεταβολές στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη 1939-1945: Γερμανοί Σουδήτες της Τσεχίας και Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας. Η συγκριτική προσέγγιση στη Διδακτική της Ιστορίας.

 

Ιστορική αφήγηση

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν παραπέμπει μόνον σε τεράστιες υλικές καταστροφές  και σε απώλεια της ζωής δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και σε μεγάλης κλίμακας δημογραφικές μεταβολές που έλαβαν χώρα τόσο κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και στην τελευταία φάση και μετά τη λήξη του. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης η φυσική εξόντωση και  οι βίαιες μετακινήσεις (διωγμοί, εκτοπίσεις κ.α.) πληθυσμών από τόπο σε τόπο – εντός και εκτός των συμβατικών (προπολεμικών) συνόρων των κατεχόμενων περιοχών/κρατών – αποτελούσαν συνηθισμένο γεγονός, εντασσόμενο κατά κανόνα σε ευρύτερη στρατηγική του ναζιστικού καθεστώτος για ριζική αναδιάταξη της σχέσης πληθυσμών και εδαφών κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη.

Οι αναγκαστικές (βίαιες) μετατοπίσεις των πληθυσμών αυτών γίνονται αντιληπτές από τους διοργανωτές τους ως πράξεις ανατροπής της Ιστορίας μέσω της χρήσης διαφόρων μορφών βίας, με κυρίαρχη τη στρατιωτική βία. Στην τελευταία φάση της σύγκρουσης, ωστόσο, έλαβαν χώρα όχι μόνο ακυρώσεις του ευρύτερου σχεδίου αναδιάταξης πληθυσμών στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, έτσι όπως το προωθούσε το γερμανικό επιτελείο, αλλά εκδηλώθηκαν από τα ίδια κέντρα πρωτοβουλίες εκκένωσης ολόκληρων περιοχών από πληθυσμούς στους οποίους ανήκαν τόσο νέοι έποικοι, όσο και γηγενείς κάτοικοι οι οποίοι συνδεόταν με κάποιον τρόπο  είτε με τη χώρα στην οποία είχε επικρατήσει το ναζιστικό καθεστώς, είτε με το ίδιο το καθεστώς (μειονοτικοί πληθυσμοί, συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων, ομοϊδεάτες). Παράλληλα με τις πρωτοβουλίες εκκένωσης εκ μέρους του ναζιστικού καθεστώτος, είτε εκδηλώθηκε  εκ μέρους αντιφασιστικών δυνάμεων πίεση  για μετακινήσεις των παραπάνω πληθυσμών, είτε οι ίδιοι οι πληθυσμοί αναγκάστηκαν να μετακινηθούν, ερμηνεύοντας την επικείμενη προέλαση συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων ως σημαντική απειλή.

Τυπικά παραδείγματα των δύο αυτών διαδοχικών κυμάτων δημογραφικών αλλαγών που παρατηρούνται στην Ευρώπη ανάμεσα στο 1939 και το 1945 αποτελούν οι περιπτώσεις των Γερμανών Σουδητών της Τσεχίας και των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος θα συζητηθούν δομικές και ιστορικές ομοιότητες και διαφορές των δύο παραδειγμάτων, έτσι όπως αυτές αναδεικνύονται με βάση αρχειακό υλικό, καθώς επίσης ο ρόλος της εκπαίδευσης ως μηχανισμού ενίσχυσης αλυτρωτικών κινημάτων, ή ως μηχανισμού κοινωνικο-πολιτισμικής ένταξης μειονοτικών πληθυσμών και αποδυνάμωσης των γενεσιουργών αιτίων δημιουργίας πολώσεων ανάμεσα στους πληθυσμούς μιας πολιτισμικά διαφοροποιημένης περιοχής σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο ή στιγμή.

 

Διδακτική Θεωρία

Το κεντρικό παιδαγωγικό ερώτημα στα πλαίσια της Διδακτικής του μαθήματος της Ιστορίας είναι πώς θα οργανωθούν στο σχολείο οι αναφορές στο παρελθόν. Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία απάντηση, επειδή (α) οι αναφορές στο παρελθόν διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον βαθμό δυσκολίας, ανάλογα με την πολυπλοκότητα του θέματος, (β) η αντιληπτική ικανότητα των μαθητών διαφέρει ανάλογα με την ηλικία, το περιβάλλον προέλευσης και την προσωπικότητα του παιδιού, (γ) η διάθεση των μαθητών να «εκτεθούν» σε αναφορές για το παρελθόν διαφέρει, ακόμη και όταν είναι δεδομένη η αντιληπτική ικανότητα, (δ) το γενικό πλαίσιο που ορίζει (θεσπίζει) η πολιτική αρχή για τη διδασκαλία της Ιστορίας ενδέχεται να επιτρέπει ή να ευνοεί συγκεκριμένες επεξεργασίες και να μην επιτρέπει ή να αποτρέπει άλλες.

Υπάρχουν, πάντως, θέματα στη διδασκαλία της Ιστορίας – ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση – για τα οποία προσφέρεται ένα διδακτικό μοντέλο, όπου μπορεί να αξιοποιηθεί η συγκριτική αφήγηση και ανάλυση – προσαρμοσμένη πάντοτε στο γνωστικό επίπεδο των μαθητών. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα όταν η αφήγηση αφορά ιστορικά γεγονότα που παρά την μοναδική χωρο-χρονική τους ταυτότητα, εμφανίζουν δομικές συγγένειες. Η εμπλοκή περισσότερων συλλογικών υποκειμένων σε ένα συγκρουσιακό -  ή άλλου τύπου – επεισόδιο της Ιστορίας έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ξεχωριστών γεγονότων  που στο αναλυτικό επίπεδο μπορούν να αντιμετωπιστούν ως εκδοχές ή παραλλαγές ενός γενικότερου μοντέλου αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε (ιστορικούς) πρωταγωνιστές, οι οποίοι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες  (πλαίσιο) και με δεδομένα μέσα (κεφάλαιο) επιχειρούν να υλοποιήσουν συγκεκριμένες επιδιώξεις (βούληση, στόχοι). Ένα από τα πεδία αυτής της αλληλεπίδρασης αφορά τη δημογραφία: τη σχέση ανάμεσα στο γεωγραφικό χώρο και τους πληθυσμούς που τον κατοικούν, τόσο στη συγχρονική, όσο και στη διαχρονική διάσταση. Και μια σημαντική πτυχή του παρελθόντος – η οποία άλλωστε αποτελεί προνομιακό πεδίο της σχολικής Ιστορίας - αφορά τη μετακίνηση ανθρώπων πάνω από σύνορα ή τη μετακίνηση συνόρων πάνω από ανθρώπους.

 

Συγκριτική δομική ανάλυση

Η ανακάλυψη της δομής ενός γεγονότος (τύποι αλληλεπιδρώντων υποκειμένων, συνδέσεις των πρωταγωνιστών με συγκεκριμένα συστήματα, σχέδια δράσης, τύποι πρακτικών που υιοθετούνται για την υλοποίηση των επιδιώξεων, ρητορική των κινήτρων κ.α.) επιτρέπει τη σύγκριση με ομοειδή γεγονότα σε συγχρονικό ή διαχρονικό επίπεδο. Ο εντοπισμός δομικών ταυτίσεων και αποκλίσεων (ομοιότητες και διαφορές) διευκολύνει την βαθύτερη κατανόηση του γεγονότος.

 

Θεωρία της κοινωνικής δράσης

Τα δεδομένα για τη διαμόρφωση μιας θεωρίας της κοινωνικής δράσης δεν περιορίζονται μόνον στα συγχρονικά γεγονότα, αλλά επεκτείνονται και στα ιστορικά.  Ένας από τους σκοπούς διδασκαλίας της Ιστορίας είναι η άσκηση στην κατανόηση του παρόντος μέσω της πείρας που αποκτά ο μαθητής στην προσπάθειά του να κατανοήσει το παρελθόν. Η συγκριτική μελέτη ιστορικών γεγονότων αποτελεί  αντίβαρο σε μια μονοδιάστατη θέαση του παρελθόντος, ενώ την ίδια στιγμή επιτρέπει στον μαθητή/φοιτητή να θέτει ερωτήματα του τύπου «ποιος έδρασε, πότε, πού και με ποια ιδιότητα, κάτω από ποιες συνθήκες με ποια κίνητρα και με ποια αποτελέσματα», δηλαδή ουσιώδη ερωτήματα στα πλαίσια μιας θεωρίας της κοινωνικής δράσης.