ΠΡΟΝΤΖΑΣ ΕΥΑΓ.
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην Οικονομική Ιστορία (1987), σπούδασε Οικονομικά, Πολιτικές Επιστήμες και Οικονομική Ιστορία στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και ειδικός επιστήμων διδασκαλίας Δημοσίων Οικονομικών στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, εργάσθηκε σε ερευνητικά κέντρα (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, Διεύθυνση Μελετών του ΓΕΣ), σε τραπεζικά ιδρύματα (Εθνική Τράπεζα, Αγροτική Τράπεζα κ.ά.) και είναι υπεύθυνος ερευνητικών προγραμμάτων υποστηριζόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικές Τράπεζες. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είναι οι μακροχρόνιες αναλύσειςδημοσιοοικονομικών μεγεθών της Ελληνικής και της Διεθνούς Οικονομίας, η Ιστοριομετρική ανάλυση της Οικονομικής Μεγέθυνσης και της Δημοοικονομίας, οι σχέσεις Οικονομίας, Ιστορίας και Οικονομικής Ιστορίας. Το έργο του περιλαμβάνει μονογραφίες και άρθρα σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά ως και ειδικές εκδόσεις. Από τις τελευταίες δημοσιεύσεις Νομήματα και Φόροι στις Δημόσιες Προσόδους, Σάκκουλας, Αθήνα 2003, - Ο Τραπεζικός συνδικαλισμός στη μεταπολίτευση, ΙΑΑΤΕ, Αθήνα 2003 - Από την Ενορία στο Χρηματιστήριο, Παπαζήσης, Αθήνα 2004 – [σε συνεργ. με Δ. Ανωγιάτη- Pelé], Περί Κοινωνικής Στατιστικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Πανεπιστήμιο Πειραιώς (Ανάτυπο Πρακτ. Συνεδρίου) 2004- «Οικονομία, Ιστορία και Οικονομική Ιστορία», Ιστοριογραφία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 2004 (τυπών.) – «Τα θεμελιώδη οικονομικά υποδείγματα στην Οικονομική Ιστορία», Οικονομική θεωρία και Οικονομική ιστορία, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Guttenberg 2004 (τυπών.).
ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ
· ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η σχέση των ανθρώπινων πόρων με την εξέλιξη του εισοδήματος -δείκτη της οικονομικής ανάπτυξης- συνδέεται με α) τη δυναμική αλληλεπίδραση πληθυσμού και εισοδήματος (πλεόνασμα συνολικού πληθυσμού κατά Malthus ή πλεονάζον ποσοστό αύξησης του πληθυσμού κατά Enke, παγίδα ισορροπίας χαμηλού επιπέδου του Nelson, αποτέλεσμα βιοτικού επιπέδου κατά Hagen, αντίσταση στο υποβιβασμό του βιοτικού επιπέδου κατά Hirschman κλπ.), β) την έναρξη της οικονομικής ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών κρατών αποτυπωμένη στην καθαρή αύξηση του πληθυσμού (οι φάσεις της πορείας του πληθυσμού του K. Sax), γ) τον προσδιορισμό του «αρίστου μεγέθους» του πληθυσμού και την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού, δ) την ποσότητα της προσφερόμενης εργασίας και τον ορισμό της πλεονάζουσας εργασίας, ε) το «ανθρώπινο κεφάλαιο». Η σχέση Οικονομικής Ανάπτυξης και Οικονομικής Ιστορίας αποκτά στο πεδίο των ανθρωπίνων πόρων το προνομιακό πεδίο ανάλυσης για την έρευνα της Ιστορικής Δημογραφίας. Τα θέματα αυτά συνιστούν το επίκεντρο της ανάλυση των τριών κεντρικών σεμιναρίων (ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ, ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ, ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ)
Πηγές:
OECD, http://www.pisa.oecd.org.
Ηνωμένα Έθνη, Δείκτες Ανθρώπινης Ανάπτυξης, http://hdr.undp.org/
Κέντρο Διεθνών Οικονομικών Συγκρίσεων Πανεπιστημίου της Pennsylvania (Penn World Table 6.1), http://datacentre2.chass.utoronto.ca/pwt/.
Παγκόσμιος Τράπεζα – Δείκτες Παγκόσμιας Ανάπτυξης, http://www.worldbank.org/research/growth/GDNdata.htm.
Πανεπιστήμιο Harvard University, Κέντρο Διεθνούς Ανάπτυξης, http://www.cid.harvard.edu/ciddata/ciddata.html.
Σουηδική Ακαδημία, http://www.nobel.se/economics/.
Επιλογήβιβλιογραφίας
ASTERIOU D., AGIOMIRGIANAKIS G., (2001), Human Capital and Economic Growth, Time Series evidence from Greece, Journal of Policy Modeling, Vol. 23, pp. 481-489.
BARRO R., Human Capital and Growth in Cross-Country Regressions, Harvard University, October 1998.
BECKER G., MURPHY K., Tamura R., Human Capital, Fertility, and Economic Growth, Working Paper 3414, NBER, 1990.
COOK D., Education and Growth: Instrumental Variables Estimates, Working Paper No. 04, Hong Kong University, 2000.
KYRIAKOU G., Level and Growth Effects of Human Capital, Working Paper 91-26, C.V. Starr Center, New York University, 1991.
MINCER J., Progress in Human Capital Analyses of the Distribution of Earnings, NBER, Working Paper No. 53, 1974.
MULLIGAN C., SALA-I-MARTIN C., Measuring Aggregate Human Capital, NBER, Working Paper No. 5016, 1995.
SCHUTT F., The Importance of Human Capital for Economic Growth, Working Paper 27, Institute for World Economics and International Management, 2003.
ΒΑΪΤΣΟΣ Κ., Μπαρτζώκας Α., (επιμ.), Αναπτυξιακή Οικονομική Κείμενα Οικονομικής Σκέψης και Κοινωνικού Προβληματισμού, Αθήνα, Κριτική, 2004.
GILLIS M., PERKINS D.H., ROEMER M., SNODGRASS D.R., Οικονομική της Ανάπτυξης, Αθήνα, Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός (Ελλ.μτφ), 2000, Τ. Α, Β.
ΚΟΛΛΙΝΤΖΑΣ Τ., Θεωρία Οικονομικής Μεγέθυνσης, Αθήνα, Σμπίλιας, 2002.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Π., Θεωρία και Πολιτική Οικονομικής Αναπτύξεως, Αθήνα, Παπαζήση, 1976.
· ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ A. MADDISON ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η μακροχρόνια διεθνής δημογραφική έρευνα και ανάλυση στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ πραγματοποιείται από τον A. Maddison. Στόχος του Βασικού Σεμιναρίου είναι α) η εμβάθυνση στις τεχνικές για την έρευνα και τις τεχνικές για τον υπολογισμό συγκριτικών στατιστικών μετρήσεων του πληθυσμού και του εισοδήματος στην εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια και β) η αντιπαράθεση A. Maddison με τον P. Bairoch για τις δυνάμεις πληθυσμιακής και οικονομικής διεθνούς μεταβολής.
Πηγή:
A. MADISSON, L’ economie mondiale. Une perspective millanaire, OCDE, Paris, 2001.
P. BAIROCH, Victoires et deboires. Histoires Economiques et Sociale du monde du XVIe siecle a nos jours, Paris, 1997
· ΠΗΓΕΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Στον κύκλο του βασικού σεμιναρίου κριτική ιστορία των πηγών και μέθοδοι δημογραφικής ανάλυσης εντάσσεται η μελέτη των Συνεταιρισμών που εμφανίσθηκαν την περίοδο 1919 - 1975. Τη σύνδεση της οικονομικής τους διάρθρωση (ίδια κεφαλαίων-χρηματοδοτήσεις) με τη δημογραφική εξέλιξη και τις πολιτικο-διοικητικές αποφάσεις αναλύουμε με΄σα από τα καταστατικά ιδρύσεως ή τροποποιήσεως των συν/σμών, τις αποφάσεις Πρωτοδικείων σχετικές με τη διάλυσή τους, τις ονομαστικές καταστάσεις των μελών τους, την - αλληλογραφία τους με τα αρμόδια Υπ/ματα της Α.Τ.Ε. τις εγκρίσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Γεωργικών Συν/σμών και τα Πρακτικά Συνεδριάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων.
Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος
· CARRYING CAPACITY ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η carrying capacity ‑capacite' de charge‑, εντάσσεται στο σεμιναριακό κύκλο οικιστικό πλέγμα. Η έννοια έχει διπλό περιεχόμενο: 1) εκφράζει το μέτρο που ανέπτυξαν αγγλο‑σάξωνες αναπτυξιακοί οικονομολόγοι στη δεκαετία του 1960. Στόχος η μελέτη της σχέσης τουCarneiro, P = [ (T.Y)/(R+Y)] / A όπου P = ο πληθυσμός που μπορεί να υποστηριχθεί σε δεδομένη έκταση εδάφους, T = η συνολική καλλιεργήσιμη γη, R = η διάρκεια αγρανάπαυσης σε έτη, Y = η διάρκεια της περιόδου καλλιέργειας σε έτη, A = η αναγκαία καλλιεργημένη επιφάνεια γης για να προμηθευθεί ο κάτοικος τη μέση ποσότητα διατροφής η οποία παράγεται κανονικά από τις καλλιεργημένες φυτείες το χρόνο (βλ. R. Carneiro, «Slash-and-born agriculture: a closer look at its implications for settlements patterns»,στο Α. F.C. Wallace, Men and Cultures, Philadelphia, Univ. of Pensylvania Press, 1960, σ. 229-234). Ο δείκτης παραπέμπει στη μέθοδο ανάλυσης και αποτελεί αντιπροσωπευτική μεταφορά των νατουραλιστικών θέσεων στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Η προέλευση του εντοπίζεται στη βιολογία και εφαρμόσθηκε στους «πληθυσμούς των φυτειών» και των «ζώων» και με σκοπό να εκτιμηθεί ποσοτικά η ικανότητα του φορτίου των ανθρώπινων πληθυσμών στο γεωγραφικό χώρο. Στόχος της είναι να δώσει ένα τρόπο στη χρήση των μεθόδων ώστε να υπολογισθεί το οικολογικό δυναμικό ενός γεωγραφικού τοπίου. Ο δείκτης εφαρμόσθηκε κυρίως σε κοινωνίες της Αφρικής και του Ειρηνικού Ωκεανού. Παρόλο ότι δέχθηκε μεγάλη κριτική, χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την προσπάθεια μερίδας ερευνητών που υπολογίζουν τον πληθυσμό τον οποίο η καλλιεργήσιμη έκταση σε συνάρτηση με την περίοδο καλλιέργειας μπορεί να διαθρέψει μια περιοχή. Σημαντικότερο είναι ότι ανταποκρίνεται στα ειδικά συστήματα μετακινούμενης καλλιέργειας. 2) Σε άλλη εκδοχή της η έννοια δηλώνει το μέγιστο πληθυσμό ο οποίος μπορεί να επιβιώσει σε μια περιοχή σύμφωνα με τις διαθέσιμες φυσικές πηγές διατροφής και το τεχνολογικό επίπεδο της ημι‑αυτάρκους οικονομίας. Η έννοια χρησιμοποιήθηκε από ερευνητές σε αρχαιολογικές και προϊστορικές μελέτες στον υπολογισμό των αυτόχθονων πληθυσμών των νησιών Malvides (Πολυνησία) ή, όπως στην περίπτωση της Cοte d' Ivoire, στους δοκιμασμένους πληθυσμούς από τους κατακλυσμούς των νερών Kossoy. H εφαρμογή της υπακούει πάντως στις ειδικότερες μέριμνες των ερευνητών και αυτό καθιστά δύσκολη τη διατύπωση ενός γενικού ορισμού. Ο ορισμός είναι συνάρτηση του χώρου εφαρμογής της. Στο πεδίο της μεθοδολογίας μεγάλος αριθμός ερευνητών ενδιαφέρεται να αναλύσει το αγροτικό σύστημασε συνάρτηση με το φυσικό οικοσύστημα. Ορισμένοι από αυτούς απόδειξαν την προσαρμογή της μετακινούμενης γεωργίας επάνω σε καμένους αγρούς ή πως οι τροπικοί γεωργοί ανέπτυξαν οικοσυστήματα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον. Οι Hanuno των Φιλιππίνων λ.χ. αναπαράγουν τη δομή και τη δυναμική του δασικού οικοσυστήματος μετασχηματίζοντας το δάσος, σε δάσος συγκομιδών. Προκύπτει έτσι ότι το γενικό και το ειδικό οικοσύστημα παραπέμπουν σε δύο τύπους γεωργίας και διαφορετικούς τρόπους καλλιέργειας προσαρμοσμένους τόσο στα φυσικά οικοσυστήματα όσο και στον μετασχηματισμό τους.
· Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Το Σεμινάριο εντάσσεται στον κύκλο χριστιανικός πολιτισμός και χωρική οργάνωση του κοινωνικού και οικονομικού βίου. Η αφετηρία βρίσκεται στην οικονομική και κοινωνική θέση ενός μοναστηριού στη Θεσσαλία και αναδεικνύεται από την επεξεργασία των προϋπολογισμών και απολογισμών που συντάσσουν οι μοναχοί για την οικονομική λειτουργία και το διοικητικό έλεγχο των μοναστηριών. Κεντρική υπόθεση είναι η μη επιδίωξη του μέγιστου κέρδους αλλά της ικανότητας για την επιβίωση της οικονομικής λειτουργίας της μεγάλης αγροτικής εκμετάλλευσης που λειτουργεί με τη μορφή του εκκλησιαστικού τσιφλικιού. Η ανάλυση στηρίζεται στην επεξεργασία των προϋπολογισμών και απολογισμών για τις μοναστηριακές εκμεταλλεύσεις (αμπέλια, ελαιώνες, δάση, βοσκότοποι, μύλοι κ.ά.), τη δομή των αγροληπτικών συστημάτων, την κίνηση των τιμών σε συνδυασμό με την αναμονή βελτιωμένων τιμών στις αγορές και τα έσοδα από αφιερώματα επηρεάζονται από την προσδοκία βελτίωσης της κοινωνικής και οικονομικής θέσης των αγροτών. Στις οικονομικές λειτουργίες ενός Μοναστηριού εντάσσεται ο συμψηφιστικός του χαρακτήρας ανάμεσα στις δαπάνες του μοναχικού βίου, τη σχέσεις του με την αγορά και την ανταπόκριση του έμπορα στη ζήτηση των μοναχών. Η ανάλυση των λογιστικών εγγραφών δείχνει τον τρόπο διείσδυσης των εμπόρων στο μοναχικό οικονομικό βίο, το ρόλο τους ως ενοικιαστών των μοναστηριακών κτημάτων που αναλαμβάνουν να καλλιεργήσουν και το συμψηφισμό των χρεών με ενοίκιο. Με αφετηρία τα νομοθετήματα του 1858 για το κανονισμό των μοναστηριών, τα διατάγματα για τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς και ιδίως την υποχρέωση των μοναστηριών να συντάσσουν μοναχολόγιοαναλύεται η σύνθεση των περιουσιακών στοιχείων της Μονής, οι πράξεις μεταβίβασης των μοναχών, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τις κανονιστικές ρυθμίσεις και ιδίως τους μηχανισμούς όσμωσης της μοναχισμού με την περιβάλλουσα κοινωνία.
Κείμενο εργασίας: Ε. Πρόντζας, (1988), «Ο βαθμός εκχρηματισμού εκκλησιαστικού τσιφλικιού στη Θεσσαλία του ύστερου ΙΘ’ αιώνα», Ο αγροτικός κόσμος στον μεσογειακό χώρο, Αθήνα, ΕΚΚΕ/ΚΝΕ/ΕΙΕ (Πρακτικά ελληνογαλλικού συνεδρίου), 1988, σσ. 534-551. (1990), «Ο μηχανισμός του τσιφλικιού στην κοσμική και εκκλησιαστική ιδιοκτησία» στο Μ. Κομνηνού, Α. Παπαταξιάρχης (επιμ.), Κοινότητα, Κοινωνία και Ιδεολογία. Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας και η προβληματική των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα, Παπαζήσης, σ. 235-260. (1997), «Συστήματα αξιών στον ορθόδοξο μοναχισμό. Το καθημερινό και το αργοσάλευτο στη νεότερη περίοδο της Μονής Ξενιάς», Αχαιοφθιωτικά Β΄ Πρακτικά του Β’ Συνεδρίου Αλμυριωτικών Μελετών, Αλμυρός, Τ. Α΄, σσ. 137-187.