ΤΟΜΠΡΟΣ Ν.

Διδάκτορας και απόφοιτος του Ιονίου Πανεπιστημίου Τμήματος Ιστορίας. Μεταπτυχιακή επιμόρφωση στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Θ.Ε: «Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση». Συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα του Ιονίου Πανεπιστημίου και του Ερευνητικού Ακαδημαϊκού Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών. Αρχαιολογικές ανασκαφές και καταγραφές αρχαιολογικών ευρημάτων (Κέρκυρα 1988-1989, Πάτρα 1996-1998)Αρχειακή έρευνα και ταξινόμηση αρχείων στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ., Αθήνα 1994-2001, Πάτρα 2002). Εξωτερικός συνεργάτης Ε.Α. Ι.Τ.Υ. (Πάτρα 2002-2004). Μέλος ομάδας σε πρόγραμμα της Κοινωνίας της Πληροφορίας για την ψηφιοποίηση αρχειακών συλλογών του Μουσείου Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου, Ηπείρου, Νήσων (Πάτρα 2004-2005). Διδάσκων Πολιτικής Ιστορίας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Αθήνα 2003-2004). Παράδοση φιλολογικών μαθημάτων σε φροντιστήρια Μ.Ε. και Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Πάτρα 1996-2003, Κεφαλονιά 2003). Παρακολούθηση συνεδρίων Ιστορίας, Αρχειονομίας, Ανοικτής και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης, πραγματοποίηση διαλέξεων σε επιμορφωτικά σεμινάρια, αρθρογραφία σε εφημερίδες των Πατρών, εισηγήσεις σε πανελλήνια συνέδρια. Δημοσιεύσεις: Μονές και Μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο. Δημογραφική μελέτη στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, Διδακτορική διατριβή, Κέρκυρα 2002. «Το Ανθρώπινο Δυναμικό, η Στελέχωση και η Διοίκηση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας (1829-1834)», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη (Μάιος 2003), υπό έκδοση στα πρακτικά του συνεδρίου. «Γ.Α.Κ. Αρχεία Ν. Αχαΐας. Αρχείο «Δημοτικόν Νοσοκομείον Πατρών, ο Άγιος Ανδρέας» (1872-1973)», Αρχαϊκά Νέα, Νο 21, Φεβρουάριος 2003, σελ. 29-30. «Επτανησιακές εφημερίδες του 19ου αιώνα αποκείμενες στο Μουσείο Τύπου των Πατρών, (Περιγραφικός Κατάλογος)», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 9, Κεφαλονιά 2004. «Ψηφιοποίηση: η διαδικασία μετατροπής αρχειακού υλικού από τον αναλογικό στον ψηφιακό κόσμο», υπό έκδοση Αρχαϊκά Νέα, Νο 22, Μάιος 2004.

 

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ

§          ΠΗΓΕΣ ΑΝΤΛΗΣΗΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Οι πηγές άντλησης δημογραφικών στοιχείων (αριθμητικών και προσωπικών δεδομένων) για τους μοναχούς στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες, στις άμεσες και στις έμμεσες πηγές. Στις πρώτες εντάσσονται τα μοναχολόγια των μονών, τα έγγραφα που απέστελλαν οι μονές σε τακτά χρονικά διαστήματα στην κεντρική διοίκηση (πολιτική και εκκλησιαστική), τα κτητορικά των μονών, πάσης φύσεως κατάστιχα των κοινοτήτων, οι επίσημες απογραφές, κ.λ.π. Στις δεύτερες ανήκουν τα περιηγητικά κείμενα, τα απομνημονεύματα, διάφορα κείμενα της εποχής όπως η Ελληνική Νομαρχία, οι βίοι αγίων (νεομάρτυρες), η βιβλιογραφία. Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές θα έχουν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν τέτοιου είδους πηγές, ώστε να κατανοήσουν το σκοπό που η κάθε πηγή εξυπηρετεί, να διαπιστώσουν τα στοιχεία που μπορεί να αντλήσει κανείς από αυτές, αλλά παράλληλα και να κατανοήσει πως οι πηγές αντιμετωπίσουν τους μοναχούς.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

·          Βέης Ν., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων: Κατάλογος Περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των αποκειμένων εις τας μονάς των Μετεώρων, εκδιδόμενος εκ των καταλοίπων, επιμέλεια Δ. Σοφιανός, τ. Α΄, Αθήνα 1967-1993.

·          Γριτσόπουλος Τ., Η Μονή Φιλοσόφου, Αθήνα 1960.

·          Διαμάντης Κ., Τα περιεχόμενα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, τ. 1, Αθήνα 1972.

·          Δρακάκης Α., Κούνδουρος Στ., Αρχεία περί συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων 1836-1936 και της διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους, τ. 1-2, Αθήνα 1939-1940.

·          Κόλιας Γ.- Χριστόπουλος Π., «Το κτηματολόγιο της μονής Προυσού Ευρυτανίας», Επετηρίς Επιστημονικών Ερευνών, τ. Β΄ (1970), σελ. 306-472.

·          Λιθοξόου Δ., «Η Δημογραφική ανάπτυξη των χωριών της Κεντρικής και Δυτικής Στερεάς στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα», Τετράδια, τ. 8 (1984), σελ. 51-65.

·          Μαναφής Κ., Μοναστηριακά Τυπικά-Διαθήκαι, Αθήνα 1970.

·          Μανούσακας Μ.Ι., «Ελληνικά χειρόγραφα και έγγραφα του Αγίου Όρους. Βιβλιογραφία», Ε.Ε.Β.Σ., 32 (1963), σελ. 377-419.

·          Ντόκος Κ., «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας. Ανέκδοτα έγγραφα εκ των Αρχείων της Βενετίας», Byz. Neugr. Jahrb., τ. 21 (1971-1974), σελ. 43-168 και τ. 22 (1977-1984), σελ. 287-374.

·          Ντόκος Κ., Γ. Παναγόπουλος, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Μ.Ι.Α.Τ., Αθήνα 1993.

·          Σιάμπος Γ., Δημογραφική εξέλιξις της Νεωτέρας Ελλάδας Ελλάδος 1821-1985, Αθήνα 1973.

·          Σιμόπουλος Κυρ., Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810, τ. Γ 1-2, Αθήνα 1985.

·          Curzon R., Visits to Monasteries in the LevantΛονδίνο 1848.

·          Holland Η., Travels in the Ionian Islands, Albania, Thessaly, Macedonia etc, during the years 1812 and 1813, by Henry Holland M.D.F.R.S. etc. etc., Λονδίνο 1815.

·          Riley Α., Athos, or the Mountain of the Monks, Λονδίνο 1887.

§          Ο ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΤΟΝ 19o ΑΙΩΝΑ: ΑΥΞΟΜΕΙΩΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΥΣ

Στις αρχές του 19ου αιώνα και στο γεωγραφικό χώρο που οριοθετείτο, από το 1833 και ύστερα, το ελληνικό βασίλειο καταγράφονταν 589 μονές. Από αυτές οι 571 ήταν ανδρικές και οι 18 γυναικείες. Η αριθμητική αυτή κατάσταση διατηρήθηκε ως τα έτη 1833-1834, όταν με βασιλικά διατάγματα καθορίστηκε ο ελάχιστος αριθμός των μοναχών που έπρεπε να διαθέτει μια μονή για να συνεχίσει τη λειτουργία της. Με την εφαρμογή των διαταγμάτων οι μονές περιορίστηκαν σημαντικά και ανήλθαν οι μεν ανδρικές σε 145, οι δε γυναικείες σε 3. Όσο απομακρυνόμαστε από τις προαναφερθείσες χρονολογίες διαπιστώνουμε πως οι μονές αρχίζουν ναι μεν να επαναλειτουργούν αλλά σε καμία περίπτωση τα αριθμητικά στοιχεία στα τέλη του 19ου αιώνα δεν αγγίζουν αυτά του 1830. Ανάλογη κατάσταση διαμορφώνεται και με τα πληθυσμιακά δεδομένα των μοναχών, αφού στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι μοναχοί ξεπερνούσαν τους 3000 και οι μοναχές τις 280. Συνδυασμός όμως παραγόντων –οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί- που κορυφώθηκαν με αφορμή τα βασιλικά διατάγματα (1833-1834) οδήγησε αισθητά στη μείωση των μοναχών, οι οποίοι ανέρχονταν πια σε 1820. Στα τέλη του αιώνα, παρά τις κατά καιρούς αυξητικές τάσεις που σημειώθηκαν, το μοναστικό δυναμικό κατέγραφε μια φθίνουσα πορεία.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

·          Αθηναγόρας Μητροπολίτης Παραμυθίας, Αι Ιεραί Μοναί της Ηπείρου και της Ελλάδος εν γένει και αι προς το Έθνος ανεκτίμητοι υπηρεσίαι αυτών, Αθήνα 1927.

·          Ατέσης Β., Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, τ. Ι-ΙΙΙ, 3 έκδοση, Αθήνα 1969.

·          Βαφειάδης Φιλ., Εκκλησιαστική ιστορία, τ. 1-3, Αλεξάνδρεια 1928.

·          Γριτσόπουλος Τ., «Η υπό του Καποδίστρια διορισθείσα πενταμελής Εκκλησιαστική επιτροπή και το έργον αυτής», Εκκλησία, τ. Λ΄-ΛΑ΄, Αθήνα 1954, σελ. 40-48.

·          Δυοβουνιώτης Κ.Ι., «Η κατά το έτος 1834 διάλυσις των μοναστηρίων εν τη ελευθέρι Ελλάδι», Ιερός Σύνδεσμος, αρ. 83, (1908), Αθήνα 1908, σελ.4-6, αρ. 84 (1908) σελ. 1-3.

·          Κοκκίνης Σπ., Τα Μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 1986.

·          Κουρίλας Ε., Ιστορία του Ασκητισμού, Αθωνίται, Θεσσαλονίκη 1929.

·          Λαμπροπούλου Αν., Ασκητισμός στην Πελοπόννησο κατά τη Μέση Βυζαντινή Περίοδος, Αθήνα 1995.

·          Λέκκος Ευαγ., Τα Ελληνικά Μοναστήρια, Αθήνα 1995.

·          Μάμουκας Α., Τα μοναστηριακά. Ήτοι οδηγίαι, νόμοι, βασιλικά διατάγματα,...,και του καταστατικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1859.

·          Παπαδόπουλος Χρυσ. «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», Ίδρυσις και οργάνωσις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. Α΄, Αθήνα 1920.

·          Petropoulos J., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο. (1833-1843), Αθήνα 1985.

·          Ράλλης Γ.Α., Ποτλής Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος αγίων πατέρων, τ. 1-6, Αθήνα 1859.

·          Ράλλης Κ., «Περί της των μονών διαιρέσεως», Επιστημονική Επετηρίς της Νομικής Σχολής του Αθήνησι Πανεπιστημίου, τ. 1 (1926), σελ. 105-119.

§          ΟΙ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΣΕ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΡΧΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1833-1850)

Η εξέταση του μοναστικού πληθυσμού, που διαθέτουμε από τις άμεσες και τις έμμεσες πηγές, δίνει τη δυνατότητα αφενός να σχηματίσουμε το πλαίσιο που κινήθηκε αριθμητικά ο μοναχισμός σε διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίου) και σε επαρχίες της χώρας και αφετέρου να εξηγήσουμε τους λόγους που οδήγησαν στα διαφορετικά ποσοστά ανά περιοχή. Το χρονικό πλαίσιο που εξετάζεται παρουσιάζει  ενδιαφέρον καθώς μπορεί κανείς να μελετήσει το θεσμό του μοναχισμού στις τελευταίες δεκαετίες της οθωμανικής κυριαρχίας, στην περίοδο της επανάστασης, στη  διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια και αργότερα από τον Όθωνα. Αυτό που μπορεί εύκολα κανείς να διαπιστώσει είναι πως η κάθε μία από τις  προαναφερθείσες περιόδους λόγω των συνθηκών που δημιουργήθηκαν επηρέασαν  διαφορετικά το μοναχισμό. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα δοθεί στην επεξεργασία στοιχείων από την Πελοπόννησο και την Επαρχία Οιτύλου, καθώς οι δύο αυτές περιοχές είναι  πολυπληθείς σε μονές και μοναχούς. Η πρώτη διαθέτει τις περισσότερες μονές σε σχέση με τα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα, ενώ η δεύτερη είναι η πιο πολυάριθμη σε μονές επαρχία του ελληνικού βασιλείου. Στο στόχαστρο των μελετητών δεν μπορούν να μη μπουν και οι λόγοι που διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση στην Πελοπόννησο και στο Οίτυλο.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

·          Βουραζέλη Ελ., Ο βίος του Ελληνικού λαού κατά την Τουρκοκρατίαν επι τη βάσει των ξένων περιηγητών, τ. Ι, Αθήνα 1939.

·          Δασκαλάκης Α., Ο Ελληνικός λαός κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μέρος Α΄. Εκκλησία και γένος. Κοινοτικός βίος και αυτοδιοίκησις. Αριστοκρατία του γένους, κοινότητες εξωτερικού. Οικονομική ζωή, Αθήνα, 1965-67.

·          Ζαμπάκης Α. «Χωρογραφική και νοσολογική έκθεσις της Επαρχίας Οιτύλου», Ασκληπιός, τ. 3 (1859), σελ. 509-514.

·          Κόκορης Αθ. Δημ., Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια, (προσκυνηματικός οδηγός) , Αθήνα 1994.

·          Μοσχονάς Ν., «Δημογραφικά Επαρχίας Οιτύλου 1821-1971», Λακωνικές Σπουδές, τ. 5 (1980), Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Λακωνικών Σπουδών (Σπάρτη-Γύθειον, 7-11 Οκτωβρίου 1977), τ. 2 (1980), σελ. 220-226.

·          Παναγιωτόπουλος Β., Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1987.

·          Ρόκου Β., «Μεταναστεύσεις στον ορεινό χώρο», Ο Αγροτικός Κόσμος στον Μεσογειακό χώρο. Πρακτικά Συνεδρίου Ελληνογαλλικού Επιστημονικού και Τεχνικού Συνδέσμου (Αθήνα 4-7 Δεκ. 1984), Αθήνα 1988, σελ. 251-252.

·          Σακελλαρίου Μ., Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν, 1715-1821, Αθήνα 1939.

·          Τόμπρος Ν., Μονές και Μοναχοί στον ελλαδικό χώρο. Δημογραφική μελέτη στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του κεντρικού και νότιου Αιγαίουστο α΄ μισό του 19ου αιώνα, Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2001.

·          Bryer An., «Τhe Later Byzantine Monastery in Town and Countryside», Studies in Church History, 16 (1971), σελ. 234-241.

§          Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΩΝ: ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Μελετώντας κανείς τα άτομα που εγκαταβιώνουν σε μια μονή του 19ου αιώνα θα διαπιστώσει πως είναι λάθος να προκαταλάβει το αποτέλεσμα λέγοντας πως στη μονή  συναντάμε μόνο μοναχούς ή μοναχές. Οι πηγές αποδεικνύουν πως το ανθρώπινο δυναμικό των μονών είναι ποικιλόμορφο και αποτελείται από μοναχούς και λαϊκούς. Σε μια ανδρική λοιπόν μονή συναντάμε μοναχούς, οι οποίοι διαφοροποιούνται ανάλογα με το μοναχικό τους σχήμα (δόκιμοι, ρασοφόροι, μοναχοί του αγγελικού σχήματος), τον εκκλησιαστικό τους βαθμό (διάκονοι, ιεροδιάκονοι, ιερομόναχοι), τις επαγγελματικές τους ασχολίες. Συναντάμε όμως και λαϊκούς είτε ως μελλοντικούς μοναχούς, είτε ως άτομα που περιθάλπονται από μοναχούς, είτε τέλος ως άτομα που αναπτύσσουν εργασιακές σχέσεις με τη μονή (κτηνοτρόφοι, γεωργοί, εργάτες). Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, κατά παράβαση των ιερών κανόνων, σημειώνεται η ύπαρξη γυναικών σε ανδρικές μονές. Στις γυναικείες μονές ο πληθυσμός τους είναι πιο ομοιογενής λόγω των διαφορετικών εκκλησιαστικών κανόνων που ισχύουν για τις μοναχές. Λαϊκοί δεν εντοπίζονται να εγκαταβιώνουν με τις μοναχές, ενώ η τυχόν ύπαρξη ανδρών αφορά περιπτώσεις ηλικιωμένων ιερέων, οι οποίοι τελούν εκκλησιαστικά καθήκοντα.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

·          Γερομίχαλος Α., «Ο μοναχικός βίος. Ιστορικής αυτού εξέλιξης», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τ. 5, (1960), σελ. 46-74.

·          Μουτσόπουλος Ν., Η αρχιτεκτονική των εκκλησιών και των μοναστηριών της Γορτυνίας, Αθήνα 1956.

·          Μυλωνάς Μ., Η Αρχιτεκτονική του Αγ. ΌρουςΝέα Εστία (1963), Αθήνα 1963, σελ. 42-56.

·          Ορλάνδος Α.Κ., Μοναστηριακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1958.

·          Ορλάνδος Α.Κ., «Η εν Ελλάδι εκκλησιαστική αρχιτεκτονική επί Τουρκοκρατίας», L’ Hellenisme Contemporain, αναμν. τ. 1952-1953, σελ.198-245.

·          Παναγιωτάκος Π., «Περί κανονικού τρόπου τελέσεως μοναχικής κουράς επί γυναικών. Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού», Νέα Σιών τ.52, (1957), σελ. 165-174.

·          Πετρακάκος Δ., Οι μοναχικοί θεσμοί εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία, Αθήνα 1907.

·          Ράλλης Κ., «Περί της των μονών διαιρέσεως», Επιστημονική Επετηρίς της Νομικής Σχολής του Αθήνησι Πανεπιστημίου, τ. 1 (1926), σελ. 105-119.

·          Χριστοφιλόπουλος Α., Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, έκδοση β΄, Αθήνα 1966.

§          Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ: ΧΩΡΟΙ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΜΟΝΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ

Σκοπός του μαθήματος είναι να καταδείξει αφενός τα μέρη που παρατηρείται συσσώρευση μονών και αφετέρου να εξετάσει αν ο γεωγραφικός παράγοντας συμβάλλει στη στελέχωση κάποιας μονής. Οι φοιτητές θα εξοικειωθούν με τον εντοπισμό μονών σε χάρτες και θα προσπαθήσουν να αιτιολογήσουν τους λόγους που οδήγησαν τους κτήτορες στο να επιλέξουν τη συγκεκριμένη περιοχή για να ιδρύσουν τη μονή. Θα συνειδητοποιήσουν επίσης το αν οι μονές απέχουν πολύ από κατοικημένες περιοχές και δη πόλεις, αν ιδρύονται σε πεδινές και εύφορες περιοχές ή ορεινές και δυσπρόσιτες, αν βρίσκονται πάνω σε εμπορικούς δρόμους ή όχι και γιατί. Με την υποδήλωση των μονών σε χάρτες, οι φοιτητές θα κατανοήσουν καλύτερα το ρόλο που διαδραματίζει η γεωγραφία σε ένα φαινομενικά άσχετο θέμα, όπως αυτό του μοναχισμού. Χάρτες τέλος θα δημιουργηθούν και για να καταδειχθεί η πιθανή σχέση της μονής με τις γενέτειρες των μοναχών και έτσι να διερευνηθεί η προέλευση των ατόμων που στελεχώνουν τις μονές.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

·          Ανωγιάτης-Pele Δ., Δρόμοι και διακίνηση στον ελλαδικό χώρο κατά τον 18ο αιώνα, Αθήνα 1993.

·          Θωμόπουλος Ι.Α., Τα τοπωνύμιά μας, Αθήνα 1958.

·          Κοκκίνης Σπ., Τα Μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 1986.

·          Χρυσοχοΐδης Κρ., Πολιτιστικές διαδρομές: Οι δρόμοι του ορθόδοξου μοναχισμού της Ελληνικής. «Πορευθέντες Μάθετε». Μονές της Ελλάδος, [Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών], ΕΙΕ/ΚΒΕ, Αθήνα 1997.

·          Bryer An., «Τhe Later Byzantine Monastery in Town and Countryside», Studies in Church History, 16 (1971), σελ. 234-241.

·          Leake, W.M. Travels in Northern Greece, by William Martin Leake, late lieutenant colonel of the Royal Artillery Hon. D.C.L., τΙ-IV, Λονδίνο1835.

·          Χρήστου ΠανThe monastic life in the easter Orthodox ChurchΟξφόρδη 1964.

·          Runciman S., Η μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, τ. Ι-ΙΙ, Αθήνα 1979.

§          ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ

Οι πηγές, όταν δεν παραθέτουν μόνο αριθμητικά στοιχεία, αλλά και προσωπικά δεδομένα των μοναχών, δίνουν τη δυνατότητα να μελετήσουμε γνωρίσματα των ατόμων που ωθούνται στο μοναχισμό. Επιγραμματικά αναφέρουμε μερικά μόνο από τα γνωρίσματα, τα οποία θα εξεταστούν κατά τη διάρκεια του μαθήματος, όπως το μοναστηριακό και ιερατικό τους σχήμα, η γενέτειρά τους, οι ασχολίες τους εντός της μονής, η ηλικία και η χρονολογία που εισήλθαν στο μοναχισμό, η εγγραμματοσύνη τους, οι ασθένειες τους, η ηθική τους διαγωγή, τυχόν νομικά και εκκλησιαστικά παραπτώματά τους. Η επεξεργασία των στοιχείων που προαναφέρθηκαν θα δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με το ρόλο που διαδραμάτιζαν οι μονές στην περιοχή τους, με τις σχέσεις των μοναχών με τους πλησιόχωρους -κυρίως αγροτικούς- πληθυσμούς, με τις ασχολίες των μοναχών εντός και εκτός μονής. Τέλος έμφαση θα δοθεί και στην έννοια χρόνος, όπως τον εκλαμβάνουν, τον κατανέμουν και τον βιώνουν οι μοναχοί. 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

·          Γεωργούλας Ι., «Ο κοινωνικοπολιτικός ρόλος του μοναχού κατά την Βυζαντινή περίοδο», Βυζαντιναί Μελέται, τ. Δ΄, Αθήνα 1994, σελ. 247-254.

·          Νικολαΐδης Ευαγ., Περί της μοναχικής ακτημοσύνης εν τω κοινώ και τω ελληνικώ Εκκλησιαστικώ Δικαίω, Αθήνα 1901.

·          Ντελόπουλος Κ., Συμβολή εις την Μοναστηριακήν Βιβλιογραφίαν, Αθήνα 1974.

·          Πανταζόπουλος Ν., Εκκλησία και δίκαιον εις την Χερσόνησον του Αίμου κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσσαλονίκη 1960.

·          Παντελεήμονος Χίου, Ο μοναχικός βίος εν τω συγχρόνω εκκλησιαστικώ έργω, Θεσσαλονίκη 1961.

·          Παπαδόπουλος Α., «Τινά περί της προς της Μοναχικής κουράς δοκιμασίας κατά τι εν τη Ανατολική Ορθοδόξω Εκκλησία», Νέα Σιών, τ. ΜΗ΄, Αθήνα 1956, σελ. 10-12.

·          Τσοτσορός Στ., Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο (Γορτυνία 1715-1829), Αθήνα 1986.

·          Φυτράκης Ανδρ., Οι μοναχοί ως κοινωνικοί διδάσκαλοι και εργάται, Αθήνα 1950.

·          Φυτράκης Ανδρ., Ο μοναχικός βίος εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1960.

·          Χατζηφώτης Ι., Η καθημερινή ζωή στο Άγιο Όρος, Αθήνα 1995.

§          ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ (1800-1850)

Η είσοδος ενός ατόμου στο μοναχισμό δεν είναι άσχετη με το χρόνο, είτε ως χρονολογία, είτε ως ηλικία εισόδου, είτε ως συνδυασμός των δύο ανωτέρω παραμέτρων. Η ενασχόλησή μας με το συγκεκριμένο θέμα μπορεί να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων που σχετίζονται με τους λόγους που ωθούν τα άτομα να καρούν μοναχοί. Απαντήσεις θα δοθούν και στο αν υπάρχουν συγκεκριμένες χρονολογίες που σημειώνονται αυξητικές ή μειωτικές τάσεις στο μοναχισμό, καθώς και στο αν τα ιστορικά γεγονότα λειτουργούν ως πόλοι έλξης ή άπωσης για την είσοδο κάποιου στη μονή. Θα μελετηθεί επίσης το αν το νεοσύστατο κράτος (1833) επηρεάζει και πως την επιθυμία κάποιου να μονάσει. Ή πάλι σε περιόδους κάμψης του θεσμού, ποιους μηχανισμούς κινητοποιούν οι μοναχοί για να ανανεώσουν το δυναμικό τους και να συντηρήσουν το θεσμό του μοναχισμού.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

·          Βαφειάδης Φιλ., Εκκλησιαστική ιστορία, τ. 1-3, Αλεξάνδρεια 1928.

·          Γερομίχαλος Α., «Ο μοναχικός βίος. Ιστορικής αυτού εξέλιξης», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τ. 5, (1960), σελ. 46-74.

·          Παπαδόπουλος Χρυσ. «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», Ίδρυσις και οργάνωσις της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. Α΄, Αθήνα 1920.

·          Παπαχρυσάνθου Διονυσία, Αθωνικός Μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, Αθήνα 1992.

·          Παρασκευαΐδης Χριστόδ., Ο Μοναχισμός εις την νεωτέραν Ελλάδα, Αθήνα 1977.

·          Πετρακάκος Δ., Οι μοναχικοί θεσμοί εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία, Αθήνα 1907.

·          Πετρόπουλος Ι., Κουμαριανού Αικ., Η θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους. Οθωνική περίοδος 1833-1843, Αθήνα 1982.

·          Στεφανίδης Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, απ’ αρχής μέχρι σήμερον, τ. II, Αθήνα 1948.

·          Φυκιλίδης Ιωάν., «Περί Μοναχισμού», Εκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΙΘ΄ (1920), Αθήνα 1920, σελ. 250-254, 270-273.

·          Φυτράκης Ανδρ., Ο μοναχικός βίος εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1960.

·          Ware T., TheOrtodox Church, Harmondsworth 1963.